Το αρχοντικό αυτό του 19ου αιώνα, υπέστη σοβαρές ζημιές κατά τον καταστροφικό σεισμό του 1956 που έπληξε το νησί της Σαντορίνης, και στην πάροδο του χρόνου δέχτηκε πολλαπλές επισκευές και παρεμβάσεις. Διατήρησε όμως τα κύρια χαρακτηριστικά του: την -50 εκατοστών πάχους- τοιχοποιία από μαύρη ηφαιστειακή λάβα, τη μονολιθική όψη με τα μαρμάρινα διακοσμητικά και τα ψηλά θολωτά ταβάνια.
Η διαρρύθμισή του κτιρίου αντανακλούσε τον τρόπο ζωής της εποχής που κτίσθηκε, ενώ το νοικοκυριό επεκτεινόταν σε ένα σύμπλεγμα εξωτερικών και υπόσκαφων χώρων και δεξαμενών, οργανικά μπλεγμένο με τις γειτονικές ιδιοκτησίες, διαμορφώνοντας ένα σύνολο χαρακτηριστικό των Κυκλάδων.
Στη μελέτη διαρρύθμισης του εσωτερικού, υπογραμμίσθηκε ο χαρακτήρας του κτιρίου, με επεμβάσεις σημαντικές αλλά ήπιες. Το πρώτο βήμα ήταν μια σειρά διαγραμμάτων, από τα οποία επιλέχθηκε εκείνο που ξεκάθαρα, διαχώριζε την ιδιοκτησία σε τρεις αυτόνομες ζώνες. Στη συνέχεια το εσωτερικό επανασχεδιάστηκε, σύμφωνα με τις ανάγκες ενός σύγχρονου καταλύματος.
Μετά την αποκατάσταση των τοίχων, των οροφών, των υποδομών, των κουφωμάτων και ακόμα και των επίπλων, το επόμενο στοίχημα ήταν ο συνδυασμός της αριστοκρατικής αύρας του κτιρίου, με μια πιο σύγχρονη αισθητική. Η ιδέα ήταν να τονιστεί η διαφορετικότητα του κάθε διαμερίσματος, με τη χρήση διαφορετικής χρωματικής παλέτας για το καθένα σε όλα τα στοιχεία. Με αφορμή το χρώμα των τοπικών υλικών, την κοκκινόπετρα, την κίσσηρη και την ηφαιστειακή λάβα, σχεδιάστηκε αντίστοιχα ‘το κόκκινο, το λευκό και το μπλε δωμάτιο’ μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια.





