Η αρχιτεκτονική ομάδα Divercity (Νικόλας και Δημήτρης Τραβασάρος, Χριστίνα Αχτύπη), με έδρα το Λονδίνο και την Αθήνα, έχει μετατραπεί μέσα σε μία δεκαπενταετία σε ένα διεθνές γραφείο με έντονο ελληνικό χρώμα, που αναλαμβάνει πολύ απαιτητικά κτιριακά έργα σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρά τη συσσωρευμένη εμπειρία τους, οι Divercity διατηρούν την ίδια περιέργεια για τα φαινόμενα της σύγχρονης ζωής στο χτισμένο περιβάλλον σαν να έβλεπαν το κάθε έργο για πρώτη φορά. Ίσως το μυστικό της ματιάς τους στον κόσμο να είναι ακριβώς αυτό: Κάθε νέα πρόκληση τροφοδοτείται από τις αρχικές καταβολές τους. Μιλήσαμε με τον ιδρυτή του γραφείου, Νικόλα Τραβασάρο, για την ξεχωριστή αυτή ομάδα, που διαρκώς εμπλουτίζεται με νέα πρόσωπα και νέα έργα, σε νέες τοποθεσίες.
ΣΜ: Πώς ξεκίνησε το γραφείο και που βρίσκεται τώρα; Ποιοι είναι οι ρόλοι των διαφορετικών συνεργατών μέσα σε αυτό;
ΝΤ: Το όνομα Divercity ήταν σε μεγάλο βαθμό συμπτωματικό, όπως πολλά ωραία πράγματα στη ζωή μας. Στο ξεκίνημά μας, το 2005, βρεθήκαμε σε μια αλλαγή εποχής: ενώ οι προηγούμενες γενιές είχαν συνηθίσει να εργάζονται σε ένα περιβάλλον με περισσότερα στεγανά, είδαμε να γίνονται ξαφνικά ολοένα και περισσότερα μεγάλα αλλά και μικρότερα έργα στην Ελλάδα με αρχιτέκτονες από το εξωτερικό. Πέραν της εξωστρέφειας και της αισιοδοξίας της χώρας κατά την αρχική φάση της παγκοσμιοποιήσης, παράλληλα, στην εποχή του ίντερνετ και των οικονομικών αεροπορικών εισιτηρίων, ήταν πλέον εύκολο να συνεργαστεί κανείς μ΄ έναν αρχιτέκτονα από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Ταυτοχρόνως, ο προσωποπαγής χαρακτήρας των αρχιτεκτονικών γραφείων, που λειτουργούσαν κατά βάση ως ατελιέ του lead architect, έμοιαζε ότι δεν μπορούσε να έχει διάρκεια στην νέα εποχή ως μοντέλο. Είχα πάντα την πεποίθηση ότι το όραμα μιας νεότερης γενιάς αρχιτεκτόνων, που ερχόταν τότε στα πράγματα, θα έβρισκε χώρο έκφρασης μέσα σε σχήματα μεγαλύτερης ανοιχτότητας, τα οποία θα προσέφεραν μεγαλύτερη δυνατότητα οικειοποίησης στα μέλη τους. Ξεκινώντας ως νέοι -τότε αρχιτέκτονες το γραφείο μας επιλέξαμε ένα όνομα όχι προσωποποιημένο, αλλά χαρακτηριστικό της ποικιλομορφίας και της ευελιξίας που θα καθόριζε στη συνέχεια και το πλαίσιο λειτουργίας μας και θα γινόταν το σήμα κατατεθέν μας.
Επίσης, από το 2008, που κάναμε το άλμα στο Λονδίνο, θελήσαμε να συμμετέχουμε στην παγκόσμια συζήτηση από ένα διεθνές κέντρο, με όλα τα ρίσκα και τις ανταμοιβές του. Σήμερα, ο Δημήτρης διευθύνει ως Director το γραφείο μας στην Αθήνα, ενώ η Χριστίνα Αχτύπη είναι Director στο γραφείο μας στο Λονδίνο, στο οποίο ο DanielSilva και ο Μάριος Τριανταφύλλου είναι Associate Directors. Ο δικός μου ρόλος είναι συντονιστικός, ανάμεσα στα δύο γραφεία και τα έργα μας στα διάφορα μέρη του κόσμου.
ΣΜ: Είστε ένα γραφείο που προσλαμβάνει νέους αρχιτέκτονες από την Ελλάδα και το εξωτερικό. Τι προβλήματα διαπιστώνετε στη μετάβαση από την εκπαίδευση στο εργασιακό περιβάλλον, με δείγματα από ολόκληρο τον κόσμο;
ΝΤ: Μιλώντας προσωπικά, με βάση την εμπειρία μου ως σπουδαστής αλλά και ως (πρώην) διδάσκων της αρχιτεκτονικής, αντιλαμβάνομαι το περιβάλλον της αρχιτεκτονικής εκπαίδευσης ως έναν διάλογο με ισορροπία μεταξύ θεωρίας και πράξης. Η αρχιτεκτονική διδασκαλία πρέπει να είναι αλληλοτροφοδοτούμενη και αλληλοσυμπληρούμενη σε νόημα με το θεωρητικό, ερευνητικό, σχεδιαστικό ή υλοποιημένο έργο του διδάσκοντα μόνον έτσι μπορεί να γίνει κατανοητή και όχι ως αυτόνομη, αποκομμένη πράξη. Στην Ελλάδα, απουσία δημόσιας αρχιτεκτονικής, χάνεται ένα πολύ μεγάλο κομμάτι που θα μπορούσε να αναδείξει έναν νέο Ισπανό ή Πορτογάλο. Και οι ίδιοι οι αρχιτέκτονες όμως, είναι αρκετά αποκομμένοι από την κοινωνία.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια οι αρχιτεκτονικές σχολές στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς έχουν πολλαπλασιαστεί, με αποτέλεσμα να γίνεται πρακτικά ολοένα και δυσκολότερη η στελέχωσή τους με διδάσκοντες που να ικανοποιούν, σε κάποιον βαθμό έστω, την παραπάνω συνθήκη. Γίνεται έτσι η αρχιτεκτονική διδασκαλία ολοένα και περισσότερο νεφελώδης και ασαφής, άνευ πραγματικού νοήματος. Αναπόφευκτα, λοιπόν, ζούμε σε μια εποχή επώδυνου αποσυσχετισμού, “ρήξης” μεταξύ του εκπαιδευτικού και του επαγγελματικού περιβάλλοντος.
Μία αισιόδοξη εξέλιξη έρχεται μέσα από τη στροφή του αρχιτεκτονικού ενδιαφέροντος, ειδικά της νεώτερης γενιάς, προς τις νέες τεχνικές σχεδιασμού, όπως για παράδειγμα ο παραμετρικός σχεδιασμός. Χάρη στις εντυπωσιακές τεχνολογικές εξελίξεις γίνεται πλέον δυνατή, κυρίως μέσω του digital fabrication, η υλοποίηση του. Μέσω της διαδικασίας αυτής θα προκύψουν στα επόμενα χρόνια ολοένα και περισσότερες ευκαιρίες που θα σηματοδοτήσουν, αναπόφευκτα, μεγάλες και σημαντικές αλλαγές στην αρχιτεκτονική. Η κατάσταση θυμίζει τις αρχές του 20ού αιώνα όπου, με τη τεχνολογία του μπετόν, ανακαλύφθηκε και κυριάρχησε σταδιακά ένας νέος τρόπος για να σχεδιάζουμε και να χτίζουμε, που τελικά άλλαξε την κοινωνία και τη ζωή μας. Εάν, στο ενδιάμεσο, αναζητήσαμε, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ όσο εκ των υστέρων αποδείχτηκε γόνιμο, την αρχιτεκτονική καινοτομία στο ευρύτερο πεδίο των συγγενών κοινωνικών επιστημών και θεωριών, μοιάζει να επιστρέφουμε πλέον σταδιακά και πιο εστιασμένα σ’ ένα πεδίο έρευνας που βρίσκεται στον πυρήνα του αρχιτεκτονικού αντικειμένου.
ΣΜ: Η αρχιτεκτονική ομάδα σας είναι δομημένη πάνω στη δυναμική της ποικιλομορφίας. Τι θέση έχουν οι πελάτες σε αυτό το σχήμα;
ΝΤ: Ο πελάτης είναι για εμάς συνδημιουργός του έργου. Ιδίως στην Ελλάδα, συχνά μιλάμε στην αρχιτεκτονική -εσφαλμένα, κατά τη γνώμη μουγια τον “χρήστη” και αυτό είναι δείγμα της αποκοπής μας από την κοινωνία. Στον “χρήστη” αναγνωρίζει κανείς δικαιώματα χρήσης της πνευματικής του δημιουργίας, όχι δικαίωμα παρέμβασης. Χάνεται, με αυτόν τον τρόπο, ένας κρίσιμος παράγοντας της δημιουργικής διαδικασίας. Από την αρχή της επαγγελματικής μας σταδιοδρομίας είχαμε την τύχη και την ευτυχία να συνεργαστούμε, σε έργα όπως η κατοικία στο Ψυχικό ή το ξενοδοχείο “Κινστέρνα”, για να αναφέρω κάποια ενδεικτικά παραδείγματα, με πελάτες με υψηλό αρχιτεκτονικό όραμα. Τέτοιοι πελάτες, που κινούνται στην παράδοση των “πατρώνων της τέχνης”, έχουν το ειδικό βάρος να κατανοούν και να υποστηρίζουν έμπρακτα μία αρχιτεκτονική με έμφαση στη δημιουργία και το καινούργιο, απολαμβάνοντας τη δικαίωση των επιλογών τους σε βάθος χρόνου.
Υπάρχει όμως και μία παράλληλη πραγματικότητα, η οποία έχει διαμορφωθεί πλέον και στην Ελλάδα, ειδικά στον χώρο του τουρισμού, που έχει έναν άλλου τύπο πελάτη, διέπεται από τελείως άλλο πλαίσιο, απαιτεί άλλους κανόνες συνεργασίας και οδηγεί, βεβαίως, σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Σ’ αυτήν υπάρχει απουσία προσωποποιημένου πελάτη, τα κεφάλαια του έργου ανήκουν πλέον σε funds και αναζητούν μέσω της αρχιτεκτονικής τη δημιουργία υπεραξίας με αποκλειστικά ποσοτικά κριτήρια, επιλέγοντας να αγνοούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της που είναι πιο δύσκολο να επικοινωνηθούν και να γίνουν αντιληπτά σε πρώτο, άμεσο χρόνο. Αναπόφευκτα λοιπόν, ο μάνατζερ-εκπρόσωπος του πελάτη, που έχει επιφορτιστεί με το παραπάνω “καθήκον”, οδηγείται στις αποφάσεις του με κύριο γνώμονα την εξάλειψη κάθε πιθανού ρίσκου, άρα και καινοτομίας, προτιμώντας την ασφάλεια του μέσου όρου και της επανάληψης. Αισθάνομαι ότι, οι αρχιτέκτονες, βρισκόμαστε ακόμα σε αναζήτηση των εργαλείων χειρισμού της νέας αυτής συνθήκης.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 245 | Μάρτιος 2020.