Χωρική συνοχή
Το έργο αφορά τη μεταμόρφωση μιας κλασικής μονοκατοικίας της δεκαετίας του 1970 σε προάστιο της Θεσσαλονίκης, με σκοπό να καλύψει τις σύγχρονες ανάγκες των νέων χρηστών της.
Φιλοσοφία σχεδιασμού
Οι βασικοί άξονες επάνω στους οποίους κινείται η αποκατάσταση του έργου είναι η σχέση του κτιρίου με το περιβάλλον καθώς και η βιοκλιματική, αισθητική και λειτουργική του αναβάθμιση ως συνόλου κλειστών, μεταβατικών και ανοιχτών χώρων. Διατηρώντας την υφιστάμενη ογκοπλασία, επιχειρείται μια διάκριση ανάμεσα στον διώροφο και τον μονώροφο όγκο. Πιο συγκεκριμένα, ο διώροφος όγκος διατηρεί σε μεγαλύτερο βαθμό τα συμπαγή χαρακτηριστικά του, ενώ στο μονώροφο τμήμα καθαιρούνται οι τοιχοποιίες και διαμορφώνονται μεγάλα ανοίγματα με σκοπό να αυξηθεί το φυσικό φως εντός των χώρων διημέρευσης.
Σχεδιασμός εξωτερικού χώρου
Σημαντική απόφαση είναι η αποκατάσταση της υψομετρικής διαφοράς του ισογείου σε σχέση με τον κήπο. Με την επίχωση αυτή, τα σκίαστρα και τα μεγάλα κουφώματα, ο εσωτερικός και ο εξωτερικός χώρος λειτουργούν πλέον ως σύνολο με οπτική και λειτουργική συνέχεια, προσφέροντας ενδιαφέρουσες φυγές από το εσωτερικό της κατοικίας προς τον κήπο. Παράλληλα, τα ξύλινα προστεγάσματα αντικαθίστανται από νέα αλουμινίου, με περιστρεφόμενα και σταθερά σκίαστρα, που δημιουργούν ευχάριστους μεταβατικούς χώρους και “υπαίθρια δωμάτια” καθιστικού και χώρου φαγητού.
Χώροι κυκλοφορίας
Την κύρια είσοδο προσεγγίζει κανείς πλέον από ένα καμπύλο μονοπάτι σχήματος “S”, που δημιουργήθηκε για να μεγιστοποιήσει τον ενιαίο χώρο της μπροστινής αυλής. Το μονοπάτι περιγράφει το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του κήπου, τον κέδρο, που αποτελεί το σημείο αναφοράς στον σχεδιασμό του τοπίου. Τέλος, οι επεμβάσεις στο κέλυφος του κτιρίου και τον περιβάλλοντα χώρο του, σε συνδυασμό με την ανακαίνιση του εσωτερικού του (προσθήκη ανελκυστήρα, αναβάθμιση ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, νέα τελειώματα), επιμηκύνουν σημαντικά τον κύκλο ζωής του.