Η Erieta Attali, φωτογράφος και καθηγήτρια πανεπιστημίου, εδώ και δύο δεκαετίες εξερευνά τη σχέση αρχιτεκτονικής και τοπίου στις άκρες του κόσμου. Το φωτογραφικό της έργο διερευνά το πώς οι ακραίες συνθήκες οδηγούν την ανθρωπότητα να αναπροσανατολιστεί και να ξαναβρεί το κέντρο της, μέσα από αρχιτεκτονικές απαντήσεις. Έχει διδάξει αρχιτεκτονική φωτογραφία για 15 χρόνια στο τμήμα αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Columbia στη Νέα Υόρκη και ως Eπισκέπτρια Kαθηγήτρια στα τμήματα αρχιτεκτονικής του Καθολικού Πανεπιστημίου του Σαντιάγο στη Χιλή, του Technion στη Χάιφα του Ισραήλ, στο Πανεπιστήμιο του Τόκιο και σε πολλά άλλα. Από τον Ιανουάριο του 2020 διδάσκει ως Επίκουρη Καθηγήτρια στο τμήμα αρχιτεκτονικής της Cooper Union στη Νέα Υόρκη και από τον Ιανουάριο του 2021 είναι Eπισκέπτρια Kαθηγήτρια στο Εθνικό Πανεπιστήμιο της Σιγκαπούρης, ενώ παράλληλα φωτογραφίζει και δημοσιεύει βιβλία φωτογραφίας και αρχιτεκτονικής με επώνυμους εκδότες στη Γερμανία.
Σ.Μ.: Είστε από τις λίγες φωτογράφους αρχιτεκτονικής που ασχολούνται με κατασκευές μεγάλης κλίμακας, μεταξύ των οποίων χαρακτηριστικές είναι οι γέφυρες. Πού οφείλεται αυτό το ιδιαίτερο ενδιαφέρον; Ως γυναίκα φωτογράφος, έχετε αντιμετωπίσει δυσκολίες από τις ιδιαίτερες απαιτήσεις τέτοιων φωτογραφήσεων;
EA: Γεννήθηκα στο Τελ Αβίβ όπου και έζησα μέχρι τεσσάρων ετών, ενώ αμέσως μετά μετακόμισα στην Κωνσταντινούπολη. Ανάμεσα σε όλα τα πλεονεκτήματα του να ζει κανείς σε ένα τέτοιο μέρος, μπόρεσα να βιώσω από κοντά την κατασκευή της μεγάλης γέφυρας του Βοσπόρου η οποία αποτέλεσε μια πολύ σημαντική στιγμή για την ιστορία της πόλης, καθώς ένωνε την Ανατολή με τη Δύση. Από άποψη κατασκευής, σε ένα τόσο συγκλονιστικό τοπίο όπως ο Βόσπορος, είχα εντυπωσιαστεί ως μικρό κορίτσι. Ανάμεσα στις φαντασιώσεις μου να ταξιδέψω και να διασχίσω όλο τον κόσμο ήταν και το όνειρο να κινηματογραφώ την εμπειρία του νέου τοπίου με τη δημιουργία της μεγακατασκευής.
Στις 14 Ιουλίου 2016 είχα την τύχη να παρακολουθήσω ένα συνέδριο στο V&A Museum στο Λονδίνο, με τίτλο “Beyond the Bridge“. Στη λίστα ομιλητών, είδα το βιογραφικό του Marc Mimram. Δεν γνώριζα ποιος ήταν, είχα όμως την περιέργεια να τον ακούσω να μιλάει για τη δουλειά του. Έμεινα έκπληκτη από τις βραβευμένες του γέφυρες στο Μαρόκο, την Κίνα και το Kehl -για να αναφέρω μόνο μερικές. Μόλις είχα ανακαλύψει κάποιον που είχε ως αποστολή να συνδέει γεωγραφίες, τις θάλασσες με τη γη. Έβλεπα καμπύλες να βυθίζονται στο νερό, παράθυρα να ανοίγουν προς τον ουρανό, αντανακλώντας, επιπλέοντας και δημιουργώντας νέα σταυροδρόμια. Κοιτάζοντας τις γέφυρες του Mimram, ήταν σαν να βυθίζομαι στον πίνακα Humboldt Current(1951-52) του Max Ernst. Μέχρι εκείνη τη μέρα είχα ήδη φωτογραφήσει σε ολόκληρο τον κόσμο και μόλις είχα ολοκληρώσει τις Διδακτορικές μου σπουδές στην Αυστραλία, με σημαντικές φωτογραφικές μονογραφίες έτοιμες να εκδοθούν. Υπήρξα δρομέας μεγάλων αποστάσεων από πολύ μικρή. Οι πρώτες μου διαδρομές ήταν φυσικές, στα κατάφυτα Πριγκηπόνησα. Το τρέξιμο ήταν μια αναστοχαστική εμπειρία, ένιωθα να συντονίζομαι με τον ρυθμό των κορμών των δέντρων.
Όταν τρέχεις, αποκτάς σωματική εμπειρία του τοπίου. Δεν είσαι ούτε θεατής ούτε θεωρητικός σχολιαστής. Η διαδικασία δεν είναι απαραίτητα άνετη, αλλά προσφέρει μια ιδιαίτερη οπτική, την οποία έχω μεταφέρει στο επάγγελμα και την έρευνά μου. Ο δρομέας είναι εκτεθειμένος στη φύση, στη βλάστηση, τη σκόνη και τις κλιματικές συνθήκες. Η επιλογή της κατάλληλης διαδρομής αποκτά υπαρξιακή διάσταση. Η σωματική διάσταση της φωτογραφίας, η οποία συχνά παραβλέπεται, είναι πολύ σημαντικό στοιχείο στη δουλειά μου. Η διαρκής έλξη που νιώθω για τα άκρα, πάνω απ’ όλα, είναι μια υπαρξιακή συνθήκη που σχετίζεται με την εξερεύνηση των ανθρώπινων σωματικών και ψυχολογικών άκρων. Την εκφράζω επιλέγοντας απρόσιτα τοπία, με βαρύ φορτίο εξοπλισμού και μια γενική θεώρηση που σχηματίστηκε τα χρόνια που πέρασα ως δρομέας μεγάλων αποστάσεων.
Σ.Μ.: Τι είναι αυτό που κάνει την αρχιτεκτονική φωτογραφία μία ξεχωριστή κατηγορία, μέσα από την εμπειρία σας;
EA: Κοιτάζοντας πίσω προς τα σπουδαστικά μου χρόνια ως φοιτήτρια φωτογραφίας και αργότερα ως φωτογράφος αρχαιολογίας -ενώ το τοπίο παρέμενε η κύρια ενασχόλησή μου- στόχευα πάντοτε να εντοπίσω δομές και να τις εντάξω, μέσω της σύνθεσης, σε ένα νέο, σύνθετο τοπίο. Χρησιμοποιώ τη λέξη “δομές“ με την ευρύτερη δυνατή έννοια καθώς, για πολλά χρόνια, αυτές ήταν είτε φυσικοί σχηματισμοί, όπως πέτρες ή φυτά, είτε -ειδικά στην αρχή της καριέρας μου- αρχαία ερείπια. Η αναζήτηση δομών πήγαζε από την ανάγκη να εντοπίσω και να διερευνήσω σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα μοναχικά στοιχεία -φανταστικούς χαρακτήρες, σχεδόν- και το τοπίο. Η ένταση της μετάβασης από το ένα στο άλλο μου προκαλούσε την περιέργεια, μέσα από τον διάλογό τους
Μέσα από την εμπειρία μου ως φωτογράφος αρχαιολογίας, τοπίου και -τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια- αρχιτεκτονικής, εργάστηκα για να δημιουργήσω μια οπτική γλώσσα όπου ο διαχωρισμός ανάμεσα στο περιεχόμενο (τις ανθρωπογενείς δομές) και το περιβάλλον (φυσικό ή αστικό) αναιρείται και η σχέση ανάμεσά τους αντιστρέφεται. Η αρχιτεκτονική θεωρείται ως ένα από τα στοιχεία του περιβάλλοντός της. Ταυτοχρόνως, το περιβάλλον διαπερνά στην αρχιτεκτονική και φιλτράρεται μέσα της. Αυτή η ερμηνεία ανακαλεί τον αρχιτέκτονα Bruno Taut, ο οποίος θεωρούσε την αρχιτεκτονική ως πράξη “σχεδιασμού σχέσεων“ αντί για οργάνωση “μορφών μέσα στο φως“ ή απλή γεωμετρικοποίηση του αρχιτεκτονικού χώρου.
Η φωτογράφηση αρχιτεκτονικής (όχι απαραίτητα “αρχιτεκτονική φωτογραφία“) μπορεί να αποκαλύψει και να εντείνει τη διάδραση ανάμεσα στα τεχνήματα και τα αντίστοιχα περιβάλλοντά τους, υπερβαίνοντας την ωφελιμιστική, καταγραφική διάσταση του μέσου, ώστε να λειτουργεί ως εργαλείο ερμηνείας και κατανόησης. Οι ανθρωπογενείς δομές βρίσκονται πάντα μέσα σε ένα περιβάλλον: φυσικό, αστικό ή ακόμα και ένα αφηρημένο τοπίο που διαρκώς εξελίσσεται. Η επίγνωση αυτού του περιβάλλοντος δεν μας δίνει μόνο πληροφορίες και καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου της φωτογράφησης, αλλά και μια ματιά προς τις φυσικές δυνάμεις που το επηρεάζουν και, ίσως, έδωσαν σχήμα στην αρχική του σύλληψη.
Σ.Μ.: Το φωτογραφικό σας έργο βασίζεται στη συστηματική έρευνα, αναζητώντας μια ξεχωριστή αφήγηση. Πώς προσεγγίζετε το θέμα σας κάθε φορά; Τί έχετε προετοιμάσει και τί αφήνετε “ανοιχτό“;
EA: Χρησιμοποιώ την αφήγηση ως αντιθετικό μηχανισμό στη χρήση εικόνων που λειτουργούν εμβληματικά. Εξερευνώντας τρόπους περαιτέρω ανάπτυξης του αφηγηματικού χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής φωτογραφίας και έχοντας ως στόχο να ξεφύγω από μια εμβληματική εικόνα, προς την κατεύθυνση μιας κινηματογραφικής έκφρασης, ανακαλύπτω και αιχμαλωτίζω μεταβάσεις: κιρκάδιες, εποχιακές, κλιματικές, όπως φαίνονται στα αρχιτεκτονικά υλικά, τους κρυσταλλικούς σχηματισμούς και τα φυτά. Δουλεύοντας, συνειδητοποίησα τη σημασία της περιήγησης, τόσο ως αναλυτικό εργαλείο κατανόησης του χώρου όσο και ως αφηγηματικό εργαλείο για την επικοινωνία του.
Αν και υπάρχει εκπληκτικό εύρος ελεύθερα διαθέσιμων φωτογραφιών, μέσα από έντυπα και ψηφιακά κανάλια, μονογραφίες και ειδικές εκδόσεις που εστιάζουν σε συγκεκριμένες περιοχές, στυλ ή υλικά, στην πλειοψηφία τους είναι ομοιόμορφες ως προς τον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούν οπτικά την αρχιτεκτονική. Αυτή η κοινή γλώσσα πηγάζει τόσο από τον τρόπο με τον οποίο οι φωτογράφοι αρχιτεκτονικής έχουν μάθει να προσεγγίζουν το χτισμένο περιβάλλον όσο και από τις απαιτήσεις των εκδοτών, οι οποίοι καθορίζουν έναν συγκεκριμένο τρόπο καταγραφής που επιθυμούν. Ακόμα και σε ένα τέτοιο κουραστικό επαγγελματικό περιβάλλον, που κυριαρχείται από την ομοιότητα, εξακολουθούν να υπάρχουν φωτογράφοι που επιμένουν να αφιερώνουν ημέρες στην εξοικείωση με το θέμα τους.
Η φωτογραφική άποψη που είχα αναπτύξει, ήρθε και ταίριαξε με το έργο του Kengo Kuma, χωρίς να έχω μελετήσει ούτε τη θεωρητική του στάση ούτε τα χτισμένα έργα του. Η δουλειά του έτυχε να εκφράζει αυτό το οποίο εγώ αναζητούσα με τη φωτογραφία: το να είναι κανείς σε απόλυτη όσμωση με το τοπίο, ενώ στην πραγματικότητα βρίσκεται μέσα σε αρχιτεκτονική. Ως ζήτημα αρχής, ποτέ δεν μελετώ τα κείμενα των αρχιτεκτόνων.
Ερμηνεύω η ίδια την αρχιτεκτονική τους μέσα από μία υποκειμενική εξερεύνηση, με την κάμερα και σε σχέση με το τοπίο. Αυτή η προσέγγιση πάντα εμπλουτίζεται με συζητήσεις από κοντά, όμως η αρχή γίνεται πάντα επί τόπου και διαμέσου του φακού.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 260 | Σεπτέμβριος 2021.