Ο Γιώργος Μπάτζιος είναι αρχιτέκτονας με έδρα την Αθήνα. Μετά από σπουδές στην ÉNS d’ Architecture Paris-Malaquais, εργάζεται για πέντε χρόνια στα Ateliers Jean Nouvel στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, ενώ στη συνέχεια βρίσκεται στο Λονδίνο στο γραφείο του David Chipperfield. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα το 2011 συνεργάζεται με τα γραφεία ΑΕΤΕΡ-Χάρρυ Μπουγαδέλλης και SPARCH (Ρένα Σακελλαρίδου – Μόρφω Παπανικολάου) ενώ ιδρύει τους Georges Batzios Architects. Έχει διακριθεί σε πολλούς αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και το έργο του απλώνεται σε πολλές κλίμακες, από τη διαμόρφωση εσωτερικών χώρων μέχρι κτίρια σύνθετων απαιτήσεων και αστικό σχεδιασμό.
Σ.Μ.: Έχετε εργαστεί σε πολλά αρχιτεκτονικά γραφεία με αναγνωρίσιμο ύφος, ενώ εσείς αρνείστε, ρητά, να δεσμευθείτε προς μία “εικόνα“. Πού βρίσκεται το όριο ανάμεσα στο να σχεδιάζει κανείς πάνω σε αρχές και στο να χτίζει μία εταιρική ταυτότητα (brand) ως αρχιτέκτονας; Μια και αντίστοιχη στάση με εσάς διαφημίζει το γραφείο του Jean Nouvel, με το οποίο είχατε μακρά συνεργασία, είναι δίκαιο να λέμε ότι το brand εξαντλείται στην “εικόνα“ ή έστω το “στυλ“;
GB: Η αρχιτεκτονική δεν είναι εμπορικό προϊόν, είναι μια οπτασία στην οποία ο αρχιτέκτονας καλείται να δώσει λειτουργία, ύλη και υφή. Η ταυτότητά μας αυτοκαταστρέφεται και αναγεννιέται με την κάθε προσωπική εμπειρία του χρήστη, την κάθε χρονική στιγμή. Κοιτάξτε, για παράδειγμα, τον κεντρικό χώρο υποδοχής του κτιρίου γραφείων που μόλις ολοκληρώσαμε στην Αττική. Ο χώρος αλλάζει μέσα στην ημέρα και στις εποχές, διαμέσου των αντανακλάσεων και του φωτός. Τα χρώματα εναλλάσσονται, οι σκιές χαράζουν νέες διαγραμμίσεις και αφηρημένες κλίμακες. Ο ήχος της ροής του νερού δίνει μια τέταρτη διάσταση στην εμπειρία της αρχιτεκτονικής. Η αρχιτεκτονική οπτασία γίνεται υποκείμενο της συνείδησης του περιπατητή.
Σχεδιάζουμε με διαίσθηση και κτίζουμε πάνω σε αρχές που πηγάζουν από τις σχέσεις των επιμέρους δομικών στοιχείων. Με λίγα λόγια, δεν μας απασχολεί το θέμα του brand, ως αυτοσκοπός. Θα μπορούσε, παρόλα αυτά, κάποιος να πει ότι όλα τα παραπάνω δημιουργούν ένα brand, ούτως ή άλλως.
Σ.Μ.: Τι ήταν αυτό που σας ώθησε να επιστρέψετε στην Ελλάδα το 2011 και πώς μπορέσατε να αξιοποιήσετε και να εμπλουτίσετε την εμπειρία σας;
GB: Το 2011 επρόκειτο να εγκατασταθώ στο Σίδνεϊ για την κατασκευή ένος κτίριου του Jean Nouvel, μετά από αντίστοιχες ”αποστολές“ στο Παρίσι, το Λονδίνο και τη Νέα Υόρκη. Αποφάσισα, όμως, να γυρίσω στην Ελλάδα, για συγκεκριμένους λόγους. Καταρχήν, οι αρχιτέκτονες της εμβέλειας του Jean Nouvel έχουν την ικανότητα να απορροφούν τους συνεργάτες τους. Είναι επικίνδυνο, μετά από κάποια χρόνια, δίπλα σε πολύ δυνατούς μαέστρους, να χάσεις την ικανότητα να δημιουργήσεις τη δική σου μουσική. Επιπρόσθετα, μετά από 17 χρόνια νομαδικής ζωής, μπορώ να πω ότι κουράστηκα με τις ”αποστολές“ και αναζητούσα πλέον μια βάση, στην οποία θα μπορούσα, από τη μία, να εκφραστώ απελευθερωμένος από την οριοθέτηση των μεγάλων αρχιτεκτονικών γραφείων και, από την άλλη, να αξιοποιήσω την εμπειρία που είχα αποκομίσει από τη συμμέτοχη μου σε μεγάλα και περίπλοκα έργα. Η επιστροφή μου στην Ελλάδα εμπλούτισε το έργο μου με ένα φίλτρο κατασκευαστικής σεμνότητας.
Σ.Μ.: Έχετε συνεργαστεί σε έργα με πολλά και διαφορετικά αρχιτεκτονικά γραφεία. Τι είναι αυτό που αλλάζει για εσάς στο πλαίσιο μιας τέτοιας συνεργασίας και τι μένει ίδιο; Το τελευταίο, διατηρείται ως τέτοιο στο πλαίσιο ενός “ατομικού“ έργου (που είναι και πάλι προϊόν συνεργασίας, σε διαφορετικό πλαίσιο;)
GB: Η ομορφιά είναι αντικειμενική, η λειτουργία είναι επιστημονική, η διαίσθηση είναι πάντα η ίδια. Η μεθοδολογία αλλάζει και αποτυπώνεται στα συστήματα κατασκευής. Με αλλά λόγια, ο αρχιτέκτονας μένει ο ίδιος, ο μηχανικός ωστόσο οφείλει να προσαρμοστεί.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 251 | Οκτώβριος 2020.