Ο διάλογος του κτιρίου με το φυσικό στοιχείο, η μακρινή και η κοντινή θέα και οι εναλλαγές του φωτός στο εξωτερικό και το εσωτερικό του, αποτέλεσαν το βασικό παράγοντα δυνητικού επηρεασμού του αρχιτεκτονικού χώρου κατά τη συνθετική διαδικασία.
Θυμίζοντας νοερά τμήμα κορμού, που αναδύεται δραματικά από το έδαφος, το κτίριο αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο μέρος του φυσικού πανοράματος. Έτσι, χρησιμοποιήθηκε μονολιθικά ξύλο στο κέλυφος – ένα υλικό συμφιλιωμένο με το περιβάλλον, που το παραλαμβάνει – για να περιγράψει ένα “θραύσμα της φύσης”, που συνδιαλέγεται με τα φαινόμενα του τόπου. Ο όλος σχεδιασμός υπακούει σε ένα σύστημα μη κανονικών δυναμικών χαράξεων, που προσδίδει μια ιδιαίτερα ρευστή εντύπωση στη μορφή, καθώς μοιάζει να λυγίζει, να κορυφώνεται ή να χαμηλώνει, εμφανιζόμενη από οποιαδήποτε οπτική γωνία σαν να μεταλλάσσεται συνεχώς. Χωρίς να φανερώνει τα δομικά της στοιχεία, η ογκοπλαστική ανάπτυξη αποτελεί σύζευξη αξόνων, που συνδέουν το βορρά με το νότο και την ανατολή με τη δύση. Στα όρια αρχιτεκτονικής και γλυπτικής, το σώμα του κτιρίου πλέκεται στο χώρο με ένα συνεχές επίπεδο πλέγμα, που θυμίζει φύλλο – χαρίζοντας μια λεπτότεχνη και φυσική εντύπωση στην τελική φόρμα – το οποίο στην κατακόρυφό του οργανώνει μια απάγκια αυλή προς το βορρά, ενώ, στην οριζόντια θέση, προστατεύει τον υπαίθριο χώρο της νότιας όψης από το έντονο μεσημβρινό φως. Τα φαινόμενα του τόπου γίνονται οι κύριοι συντελεστές της σύνθεσης, που αφομοιώνει τις πολυπρόσωπες αφηγήσεις τους. Το συντακτικό της βασίζεται ακριβώς σε επάλληλες ιεραρχημένες μεταβάσεις, καθώς η αλλαγή της θέσης του βλέμματος, είτε εξωτερικά είτε στους εσωτερικούς χώρους, εξελίσσεται σε ακολουθία απροσδόκητων αποκαλύψεων, που κεντρίζουν τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματα.





