Το οικόπεδο, µε έκταση περίπου 600 m2, είναι υπερυψωµένο κατά 2.5 m από το επίπεδο του δρόµου και ανηφορικό προς το πίσω όριο. Το κτίριο που κατασκευάστηκε περιλαµβάνει εκτός από το υπόγειο, δύο οροφοδιαµερίσµατα 150 και 125m2 και µια µεζονέτα 300m2.
Η µορφή και η δοµή του κτιρίου είναι αναµφισβήτητα αντισυµβατικές. Γιατί όµως προέκυψε αυτή η µορφή, πέρα από τη εµµονή των αρχιτεκτόνων να δοκιµάζουν, όπου τους το επιτρέπουν, τα όρια των αντοχών τους, τα όρια των υλικών και των τεχνιτών;
Μία από τις βασικές προθέσεις ήταν να επιτευχθεί κατά το δυνατόν η ιδιωτικότητα σε καθένα από τα τρία διαµερίσµατα, διαχωρίζοντας κυρίως τους υπαίθριους χώρους που τους αντιστοιχούν. Μία άλλη πρόθεση ήταν η µικρότερη δυνατή (πραγµατική, στο επίπεδο του ισογείου) κάλυψη του οικοπέδου, ώστε να αποµένουν µεγάλοι κήποι. Έτσι, τα οροφοδιαµερίσµατα του πρώτου και δεύτερου επιπέδου διατάσσονται σε µία πτέρυγα παράλληλη µε το δρόµο, που διαχωρίζει το οικόπεδο σε δύο τµήµατα. Λόγω της κλίσης του οικοπέδου ο µπροστινός κήπος αντιστοιχεί στο πρώτο επίπεδο, ενώ ο πίσω στο δεύτερο.
Το τρίτο διαµέρισµα είναι διώροφο και προσφέρει από την τελευταία στάθµη θέα προς τη θάλασσα. Για να την εκµεταλλευτεί και να αποµείνει ελεύθερος χώρος για µια υπερυψωµένη αυλή µε πισίνα, στράφηκε το τελευταίο επίπεδο κάθετα ως προς το υπόλοιπο σώµα του κτιρίου.
Η προσαρµογή στις δύο κατευθύνσεις, αφήνοντας µάλιστα τους κήπους ελεύθερους, ήταν αυτή που οδήγησε και ίσως επέβαλε στην τελευταία στάθµη τη χρήση της µεταλλικής κατασκευής, η οποία τελικά επεκτάθηκε και σε κάποια άλλα επιµέρους τµήµατα. Η εκτεταµένη άνοψη, που προκύπτει, αποτελεί στην ουσία άλλη µία ενδιαφέρουσα κύρια όψη του κτιρίου, ορατή από τους υποκείµενους ορόφους αλλά και το δρόµο. Η συνεργασία και αλληλεπίδραση µε τον πολιτικό µηχανικό ηταν περισσότερο απ’ ό,τι συνήθως απαραίτητη για να µπορεί η τελευταία στάθµη να “αιωρείται“ και συγχρόνως να αφήσει ανοιχτή την πλευρά προς τη θέα µε συνεχόµενα συρόµενα υαλοστάσια.
Επειδή µάλιστα ο προσανατολισµός τους είναι νοτιοδυτικός, µια σειρά από συρόµενα ή σταθερά, κάθετα και οριζόντια, σκίαστρα, προσφέρουν ηλιοπροστασία, ενώ µια σειρά από ανοιγόµενους φεγγίτες, στην απέναντι βορειοανατολική πλευρά, εξασφαλίζει το διαµπερή αερισµό. Τα δύο διακριτά µέρη του κτιρίου, το συµπαγές και το ελαφρύ, εκφράζονται προφανώς µε τη διαφοροποίηση του υλικού τους.
Όµως τόσο το ανεπίχριστο σκυρόδεµα του συµπαγούς τµήµατος, όσο και οι επικαλύψεις του µεταλλικού σκελετού, διέπονται από έναν ενιαίο κανόνα: Οι σανίδες διατρέχουν όλες τις επιφάνειες, είτε ως αποτύπωµα στο σκυρόδεµα είτε ως τελική επιφάνεια των επικαλύψεων. Με το χρόνο µάλιστα το φυσικό γκριζάρισµα του ξύλου θα προσοµοιάσει στο χρώµα του µπετόν, συµβάλλοντας στην ενότητα του συνόλου.
Τελικά, η µορφή και τα υλικά µπορεί να φοβίζουν τους ανυποψίαστους ή τους προκατειληµµένους, αλλά η διαφοροποίηση από τις συνήθεις κατασκευές, σε µια νεκρή εµπορικά εποχή, µπορεί να προσελκύσει ένα ιδιαίτερο κοινό που δεν επιλέγει µε αποκλειστικά οικονοµικά κριτήρια και επιζητεί την πρωτοτυπία µε την προϋπόθεση βέβαια της λειτουργικότητας και της ποιότητας.





