To αρχιτεκτονικό γραφείο Kokkinou-Kourkoulas | Architects and Associates ιδρύθηκε από τη Μαρία Κοκκίνου και τον Ανδρέα Κούρκουλα το 1987. Με σπουδές στην Αθήνα και το Λονδίνο, οι ιδρυτές του έχουν ασχοληθεί επαγγελματικά με πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, σε όλες τις κλίμακες σχεδιασμού και το έργο τους δημοσιεύεται συστηματικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Πρόσφατα, στο δυναμικό του γραφείου έχει ενταχθεί το σχήμα των en-route architecture με την Κατερίνα Κούρκουλα και τον Hannes Livers Gutberlet, συνεχίζοντας την αναζήτηση των Kokkinou-Kourkoulas για νέες τυπολογίες, πρωτότυπες κατασκευαστικές επιλύσεις και καινοτόμα υλικά. Μιλήσαμε με τον Ανδρέα Κούρκουλα για τη μακρά διαδρομή του γραφείου αλλά και το μέλλον του, όπως διαμορφώνεται με οδηγό τη συσσωρευμένη εμπειρία τριών δεκαετιών.
Σ.Μ.: Ανήκετε σε μία γενιά που αναζήτησε με πολλαπλούς τρόπους τη σχέση της αρχιτεκτονικής με την πόλη. Σε ποιον βαθμό τα εφόδια που σας έδωσαν οι σπουδές σας στο Λονδίνο επέτρεψαν μια διαφορετική ανάγνωση της Αθήνας; Τι πιστεύετε για την εξέλιξή της στον χρόνο;
Aνδρέας Κούρκουλας: Ανήκω σε μία γενιά που έζησε τον εφιάλτη της εφαρμογής των ιδεών της σύγχρονης πολεοδομίας, των ιδεών που κυριάρχησαν στην ανάπτυξη των βιομηχανικών πόλεων κυρίως μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Οι εφαρμογές αυτές οδήγησαν σε τραγικά κοινωνικά φαινόμενα μοναξιάς, εγκατάλειψης, βανδαλισμού και τελικά σε μεγάλο βαθμό κατεδαφίστηκαν. Τη δεκαετία του ’80, τόσο διεθνώς αλλά και στο Λονδίνο ειδικά, η συνειδητοποίηση αυτής της τραγικής αποτυχίας οδήγησε στην ανάπτυξη αρχιτεκτονικών κινημάτων κόντρα στις απόψεις της μοντέρνας πολεοδομίας. Η Ελλάδα, λόγω του συστήματος της αντιπαροχής, απέφυγε αυτόν τον εφιάλτη. Η δομή του οικοδομικού τετραγώνου και του δρόμου εξασφάλισε μία κοινωνικότητα στην πόλη. Για τον λόγο αυτό, η συζήτηση γύρω από τα προβλήματα στον σχεδιασμό των πόλεων δεν μας άγγιξε. Το ζήτημα του χαρακτήρα των ελληνικών πόλεων και ιδιαίτερα της Αθήνας πρωτοεμφανίστηκε στις αρχές του ’90, στην εισαγωγή που έγραψε ο Kenneth Frampton στην ελληνική έκδοση της “Ιστορίας της Μοντέρνας Αρχιτεκτονικής” (εκδ. Θεμέλιο). Εκεί, ο συγγραφέας εκθειάζει τη δομή της πόλης και τον έντονο κοινωνικό της χαρακτήρα. Πιστεύω ότι η εμφάνιση του διαδικτύου, ενός νέου ισχυρού μηχανισμού άυλων σχέσεων, βάζει σε νέα βάση τον σχεδιασμό των πόλεων. Η δομή του οικοδομικού τετραγώνου και του δρόμου μοιάζει να διασφαλίζει μία κοινωνική ζωντάνια άκρως απαραίτητη στις νέες κοινωνίες, όπου η διαδικτυακή επικοινωνία μειώνει τη φυσική συνεύρεση.

Σ.M.: Παράλληλα με το αρχιτεκτονικό σας έργο, ασκήσατε σημαντικό διδακτικό έργο στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του ΕΜΠ. Ποια είναι τα σημαντικότερα προβλήματα που εντοπίζετε στην αρχιτεκτονική εκπαίδευση στην Ελλάδα και προς τα πού πιστεύετε ότι κατευθύνεται η αρχιτεκτονική εκπαίδευση διεθνώς;
A.Κ.: Στην Ελλάδα, για λόγους που δεν γνωρίζουμε, οι σπουδές αρχιτεκτονικής έχουν μεγάλη απήχηση. Η ύπαρξη έξι σχολών σε όλη την επικράτεια, αλλά και ο αριθμός των Ελλήνων που σπουδάζουν αρχιτεκτονική στο εξωτερικό είναι για εμάς κάτι το ανεξήγητο. Πρέπει να μας προβληματίσει, αλλά κυρίως να αξιοποιήσουμε όλο αυτό το δυναμικό που υπάρχει διεθνώς και το βρίσκουμε σε θέσεις σημαντικές, στα καλύτερα πανεπιστήμια και γραφεία του κόσμου. Να σπάσουμε την εσωστρέφεια και να πάρουμε δυναμικά μέρος στη διεθνή αρχιτεκτονική συζήτηση. Το έκαναν με μεγάλη επιτυχία η Ισπανία και η Πορτογαλία, με θεαματικά αποτελέσματα.

Σ.Μ.: Η ελληνική νομοθεσία προβλέπει διαφορετικές διαδικασίες ανάθεσης μελετών για δημόσιους χώρους και κτίρια. Σε ποιες περιπτώσεις θεωρείτε ότι οι ανοιχτοί αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί είναι η βέλτιστη διαδικασία; Έχει σημασία τα συλλογικά όργανα των αρχιτεκτόνων να λειτουργούν ως θεσμικοί σύμβουλοι του κράτους;
A.Κ. Το θέμα των ανοιχτών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών για δημόσιους χώρους και κτίρια πρέπει να μας προβληματίσει. Από τη μία μεριά είναι ο ακρογωνιαίος λίθος μίας δημοκρατικής, συμμετοχικής διαδικασίας, που δίνει δυνατότητες έκφρασης σε όλους και κυρίως στους νέους. Από την άλλη, πρέπει να προβληματιστούμε και να αξιολογήσουμε τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας που υιοθετήθηκε από τη μεταπολίτευση και μετά. Κάτι δεν πήγε καλά, κάτι υπονόμευσε αυτή τη διαδικασία και τα αποτελέσματά της δεν τη δικαιώνουν. Πρέπει να ξαναδούμε τη διαδικασία και να την αναβαθμίσουμε. Είναι πολύ σημαντικό για την ελληνική αρχιτεκτονική και ιδιαίτερα για τους νέους.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 293 | Δεκέμβριος 2024.





