Οι Point Supreme, με έδρα την Αθήνα, ιδρύθηκαν το 2008 στο Ρότερνταμ από τη Μαριάννα Ρέντζου και τον Κωνσταντίνο Πανταζή. Η σταδιοδρομία τους περιλαμβάνει το Λονδίνο, τις Βρυξέλλες, το Τόκιο και το Ρότερνταμ, όπου οι αρχιτέκτονες είχαν εργαστεί στους OMA και τους MVRDV. Το γραφείο έχει κερδίσει το 1ο βραβείο για ένα συγκρότημα κοινωνικής κατοικίας στο Τρόντχαϊμ, την προβλήτα του Φαλήρου στην Αθήνα, έναν δημόσιο χώρο στο Τελ Αβίβ, ένα πυροφυλάκιο στο Βέλγιο, τη νέα σχολή αρχιτεκτονικής στη Μασσαλία και ένα κέντρο καλλιτεχνών στο Γκενκ. Μελέτες τους για την πόλη έχουν εκτεθεί στη 13η Μπιενάλε Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, ενώ συχνά διδάσκουν σε διεθνείς σχολές αρχιτεκτονικής, όπως το Πανεπιστήμιο Columbia της Νέας Υόρκης και το EPFL στη Λωζάνη.
Σ.Μ.: Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε αρχικά στην αρχιτεκτονική; Ποιο ήταν το “σημείο εισόδου“ σας και τι σηματοδότησε την κρίσιμη στιγμή κατά την οποία συνειδητοποιήσατε ότι είχατε δική σας άποψη για αυτή τη δουλειά;
Κωνσταντίνος Πανταζής: Για μένα ήταν δύο στοιχεία: πρώτον, κατάλαβα ότι μέσα από αυτό το επάγγελμα μπορεί κανείς να αλλάξει την εικόνα της πόλης και, δεύτερον, παρατηρούσα από νωρίς πόσο διαφορετικά αισθανόμουν όταν επισκεπτόμουν αλλιώτικα σπίτια, το οποίο μου φαινόταν συναρπαστικό.
Μαριάννα Ρέντζου: Εγώ σπούδασα Ηλεκτρολόγος Μηχανικός και μετά Χημικός Μηχανικός πριν συνειδητοποιήσω ότι η ανάγκη μου για δημιουργία ήταν πιο έντονη από το ενδιαφέρον μου για τα μαθηματικά και τη μηχανική. Η αρχιτεκτονική είναι συναρπαστική γιατί συνδυάζει τον ρεαλισμό με τη μοναδικότητα και τη φαντασία. Υπάρχει μια δομή -είτε πρόκειται για κτίριο, πόλη, εσωτερικό χώρο, έπιπλο- έτοιμη να υποδεχτεί τις ιδιαιτερότητες του χρήστη, της οικογένειας, της κοινωνίας, του αντικειμένου. Ταυτόχρονα η επίδραση της αρχιτεκτονικής είναι πολύ μεγάλη. Αυτό την καθιστά πολύ σημαντική.
Σ.Μ.: Μία από τις σημαντικές επιρροές στη δουλειά σας ήταν η απασχόλησή σας στους ΟΜΑ, στο Ρότερνταμ. Τι πέρασε από αυτή την εμπειρία στον τρόπο με τον οποίο δουλέψατε στην Ελλάδα, ακόμα και με τρόπους όχι προφανείς;
Κ.Π.: Η δουλειά μας δίπλα στον Ρεμ Κούλχας και τους ΟΜΑ ήταν απολύτως καθοριστική για τον τρόπο που σκεφτόμαστε την αρχιτεκτονική. Στην Ολλανδία νιώσαμε σαν να βάλαμε στο πλάι τις ως τότε σπουδές μας και να ξεκινήσαμε από την αρχή. Καταρχήν στους ΟΜΑ μάθαμε να σχεδιάζουμε μόνο αφότου έχουμε κάνει πρώτα εξονυχιστική έρευνα πάνω στο εκάστοτε θέμα-κτίριο. Το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου σχεδιασμού το περνάμε ακόμα ερευνώντας παραδείγματα από όλη την ιστορία της αρχιτεκτονικής, διεθνούς και ελληνικής, επώνυμης και παραδοσιακής. Και κάθε ιδέα ή πρόταση βασίζεται στο πρόγραμμα, τη λειτουργία, τον τρόπο που ο άνθρωπος θα χρησιμοποιήσει το κτίριο. Ακόμα και αποφάσεις που αφορούν τη μορφή και την εικόνα του κτιρίου, παίρνονται με βάση τη λειτουργία. Το κέντρο είναι ο άνθρωπος-χρήστης, και όχι το κτίριο-αντικείμενο. Τέλος, δεν υπάρχουν απαράβατοι κανόνες και συμβάσεις. Ο αρχιτέκτονας είναι πρώτα σεναριογράφος, και μετά καλλιτέχνης.
Μ.Ρ.: Το ενδιαφέρον στη δουλειά των ΟΜΑ ήταν η κριτική στάση απέναντι στο brief, η τολμηρή πρωτοβουλία όσον αφορά το έργο και τον πελάτη (self-initiation), η αντιμετώπιση της αρχιτεκτονικής σαν πολεοδομία και το ανάποδο -το κτίριο πάντα θα έδινε, θα πρόσφερε κάτι στην πόλη, ενώ η πόλη αντιμετωπιζόταν σαν κτίριο. Η πρότασή μας για την προβλήτα στο Φάληρο είναι ένα καλό παράδειγμα της εμπειρίας μας στους ΟΜΑ. Διευρύναμε το brief, η πρόταση δεν έληγε στην πλατφόρμα αλλά είχε επίδραση σε ολόκληρο το παραλιακό μέτωπο της πόλης.
Σ.Μ.: Μετά από μία μεγάλη διαδρομή στο εξωτερικό, αποφασίσατε να ανοίξετε το γραφείο σας στην Ελλάδα πάνω στην κορύφωση της κρίσης. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε στο συγκεκριμένο μέρος, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;
Κ.Π.: Μας ενδιαφέρει η πόλη, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο. Η εμπειρία μας στο εξωτερικό μας άνοιξε τα μάτια σχετικά με το τί είναι η Αθήνα και τί θα μπορούσε να γίνει, τις ιδιαιτερότητές της, τη μοναδικότητά της. Ταυτόχρονα παρατηρούσαμε την έλλειψη προσοχής και οράματος από τη σύγχρονη Ελληνική αρχιτεκτονική ως προς αυτά, και την έλλειψη ελληνικότητας. Θελήσαμε να επινοήσουμε μια νέα, σύγχρονη ελληνική αρχιτεκτονική που γνωρίζει καλά τί συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο όμως δεν εφαρμόζει το ίδιο διεθνές στυλ τυφλά, αλλά αφομοιώνει στοιχεία ελληνικότητας και ιδιαιτερότητας της ιστορίας, της παράδοσης, του τοπίου και του κλίματός μας και παράγει κάτι μοναδικό, σύγχρονο αλλά και ελληνικό.
Μ.Ρ. Ήταν πολύ ενδιαφέρον ότι αυτό ακριβώς μας είπε το Γιαπωνέζικο περιοδικό a+u (architecture+urbanism) όταν μας ανακοίνωσε ότι θα μας αφιερώσει ένα ολόκληρο τεύχος, πως θεωρεί ότι είμαστε ένα γραφείο διεθνές, αλλά και συγκεκριμένα Ελληνικό.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 287 | Μάιος 2024.