Η Trail Practice, γραφείο αρχιτεκτονικής και design με έδρα την Αθήνα, αποτελείται από μία ομάδα διαφορετικών ειδικοτήτων του σχεδιασμού σε όλες τις κλίμακες, με ιδρυτή της τον Μάνο Μπαμπούνη. Η ομάδα της Trail Practice αντιλαμβάνεται τον χώρο ως ένα δυναμικό και διαρκώς εξελισσόμενο τοπίο αλληλεπιδράσεων, με τον σχεδιασμό να υπερβαίνει τις τρεις διαστάσεις και να εστιάζει στη σχέση ανάμεσα στον τόπο και τον άνθρωπο. Η τεχνογνωσία, η αντισυμβατική ματιά στο υπάρχον και ο σεβασμός στις ανάγκες του χρήστη, με αγάπη για τη λεπτομέρεια και σεβασμό για το περιβάλλον, αποτελούν τα βασικά σχεδιαστικά εργαλεία για κάθε τους έργο.
Σ.Μ.: Πώς ξεκίνησε η ενασχόλησή σας με χώρους εστίασης; Ποια χαρακτηριστικά παραδείγματα υπήρξαν σταθμοί στη διαδρομή σας και με ποιους τρόπους;
Μάνος Μπαμπούνης: Η ενασχόλησή μας με χώρους εστίασης αντανακλά τη γενικότερη φιλοσοφία της πρακτικής μας. Στόχος μας είναι η δημιουργία χώρων που ενθαρρύνουν την ανθρώπινη επαφή και ανασύρουν μνήμες, λειτουργώντας ως τόποι συλλογικής αλληλεπίδρασης. Ο σχεδιασμός μας εξελίσσεται ως μια διαρκής διαπραγμάτευση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού, εσωστρεφούς και ανοιχτού στην πόλη, καινοτόμου και διαχρονικού. Το Nolan, στο Σύνταγμα, που σηματοδότησε την αρχή της ενασχόλησής μας με χώρους εστίασης, γεννήθηκε το 2016, σε μια περίοδο κοινωνικής και οικονομικής ρευστότητας. Ήταν η στιγμή που κληθήκαμε να ανατρέψουμε τις συμβάσεις, δημιουργώντας έναν χώρο που αντικατοπτρίζει την εποχή του, ενώ ταυτόχρονα προσφέρει μια αίσθηση οικείου. Το αστικό τοπίο αποτέλεσε το βασικό μας πεδίο έμπνευσης. Ανασύραμε υλικότητες, υφές και τεχνικές από τις αντιφατικές όψεις της πόλης -από τις εισόδους Αθηναϊκών πολυκατοικιών του ’70 μέχρι τις μεταλλικές σκαλωσιές που στηρίζουν τις προσόψεις των νεοκλασικών κτιρίων.
Χρησιμοποιήσαμε αυτά τα στοιχεία με μη συμβατικούς τρόπους, επαναπροσδιορίζοντας τη σχέση των χρηστών με τον χώρο. Για παράδειγμα, το μωσαϊκό, ένα στοιχείο που θα περίμενε κανείς να δει στο δάπεδο, τοποθετήθηκε στην οροφή, δίνοντας μια δυναμική στον χώρο και μια αίσθηση κίνησης και ροής. Ακολούθησαν έργα όπως το Theophilos στη Νέα Υόρκη, ο Proveleggioς στον Κεραμεικό και το Ypseli στο Παρίσι, τα οποία με τον τρόπο τους αποτυπώνουν τις σχεδιαστικές μας προθέσεις. Στο Theophilos, η ανάγκη να δημιουργήσουμε έναν χώρο σε έναν διαφορετικό πολιτισμικό και γεωγραφικό καμβά μας ώθησε να εξερευνήσουμε νέες σχεδιαστικές προσεγγίσεις, ενώ το Ypseli, στεγασμένο σε ένα ιστορικό κτίριο του 1836, μας επέτρεψε να συσχετίσουμε την ιστορικότητα με τις ανάγκες του σύγχρονου τρόπου ζωής. Κάθε έργο αποτέλεσε σταθμό, όχι μόνο για τη δυνατότητά του να επηρεάσει τις σχεδιαστικές μας ποιότητες, αλλά και για τις τεχνικές προκλήσεις που χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε. Σε όλες τις περιπτώσεις, κύριο μέλημά μας είναι ο χρήστης να παραμένει πάντα στο επίκεντρο της εμπειρίας.
Σ.Μ.: Με ποια μέσα μπορεί να αποδοθεί στον χώρο μία ξεχωριστή εταιρική ταυτότητα; Ποιες μεθοδολογίες ακολουθείτε ώστε να καταλήξετε κάθε φορά στα απαραίτητα παραδοτέα;
Μ.M.: Η δημιουργία μιας εταιρικής ταυτότητας στον χώρο απαιτεί μια πολυδιάστατη προσέγγιση που στοχεύει στη γέννηση μιας συνολικής εμπειρίας. Η εικόνα, η ατμόσφαιρα, η μυρωδιά, η υφή και το συναίσθημα που αποπνέει ο χώρος, συντίθενται για να δημιουργήσουν ένα πολυαισθητηριακό περιβάλλον που δίνει σώμα στην ουσία του κάθε brand. Θεωρούμε πως το branding δεν χρειάζεται να είναι κραυγαλέο.
Επιδιώκουμε ο χώρος να “μιλάει“ μέσα από τις λεπτομέρειες, τα υλικά και τη σύνθεσή τους. Η σύνθεση αυτή, άλλωστε, ξεπερνά τα φυσικά όρια των χώρων και μετατρέπεται σε ένα αρχιτεκτονικό λεξιλόγιο που επιτρέπει στο έργο να λειτουργεί σαν κόσμος μέσα σε άλλους κόσμους. Η μέθοδος που ακολουθούμε ξεκινά με τη χαρτογράφηση της ταυτότητας του brand, το οποίο φροντίζουμε να εκφράζεται διαφορετικά και τελικά να πλέκεται οργανικά με την ατμόσφαιρα του εκάστοτε κελύφους, τις ιστορικές του αναφορές και αισθητικές αξίες, σε ένα συνεκτικό αρχιτεκτονικό αφήγημα. Ο πρωτότυπος τρόπος σκέψης, αν και δεν αποτελεί αυτοσκοπό, λειτουργεί ως εργαλείο για τη μεταφορά της ιδιαιτερότητας κάθε έργου. Η διαδικασία αυτή απαιτεί την αρμονική σύμπραξη αρχιτεκτονικής, εσωτερικού και βιομηχανικού σχεδιασμού και γραφιστικής, ενοποιώντας διαφορετικές κλίμακες σε μια συμπληρωματική διαδικασία. Τα παραδοτέα διαμορφώνονται με γνώμονα τις ανάγκες του κάθε έργου και των πελατών, περιλαμβάνοντας στοιχεία που διασφαλίζουν τη λειτουργικότητα και την αισθητική αρτιότητα. Η διατήρηση του “backstory” κάθε έργου, ως βασική αρχή του σχεδιασμού που καλείται να εξυπηρετήσει εμπορικούς σκοπούς, είναι μια πρόκληση που μας εμπνέει.
Σ.Μ.: Στη δουλειά σας συχνά δημιουργείτε custom κατασκευές. Ποια πλεονεκτήματα έχει ένας τέτοιου είδους σχεδιασμός και ποιες δυσκολίες έχετε αντιμετωπίσει; Μπορείτε να αναφέρετε κάποια παραδείγματα;
Μ.M.: Οι custom κατασκευές είναι από τα πιο δυναμικά εργαλεία μας για να ενισχύσουμε την εμπειρία του χώρου και την ιστορία που τον συνοδεύει. Προσφέρουν την ευκαιρία για πειραματισμό, ενώ ταυτόχρονα ενδυναμώνουν το «σενάριο» του κάθε έργου με τρόπους που δεν μπορούν να επιτευχθούν μέσα από έτοιμες λύσεις. Από την άλλη πλευρά, οι custom λύσεις συνοδεύονται από αρκετές δυσκολίες. Η ανάπτυξη νέων μεθόδων υλοποίησης και η αντιμετώπιση τεχνικών περιορισμών απαιτούν ευελιξία και επιμονή. Ωστόσο, κάθε custom κατασκευή διευρύνει τις γνώσεις και δεξιότητες της ομάδας, ενώ παράλληλα δημιουργεί την έκπληξη που δίνει ταυτότητα στον χώρο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πόρτα του Nolan στο Σύνταγμα, η οποία φέρει έναν αρκετά δωρικό χαρακτήρα που τη μετατρέπει σε βασικό στοιχείο σύνθεσης που αλληλοεπιδρά με την πόλη.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 294 | Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2025.