Το διαμέρισμα βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στον τελευταίο όροφο μιας εξαώροφης πολυκατοικίας της δεκαετίας του ‘60, με ανεμπόδιστη θέα προς τον Υμηττό.
Η βασική ιδέα βασίστηκε στην απλότητα και τον ευδιάκριτο διαχωρισμό των όγκων μέσα από μια γλυπτική διάθεση, η οποία ενδυναμώνεται με την αρμονική ενσωμάτωση του τεχνητού φωτισμού.
Το στενόμακρο σχήμα του διαμερίσματος, παράλληλα με το χαμηλό ύψος του, αποτέλεσε τη μεγαλύτερη πρόκληση κατά το σχεδιασμό. Η λογική της οργάνωσης της κάτοψης προβλέπει τη διευθέτηση των λειτουργιών σε ένα ενιαίο χώρο σχεδιασμένο με λιτές γραμμές και καθαρούς άξονες. Οι εξοπλισμοί και οι εγκαταστάσεις ενσωματώνονται με διακριτικό τρόπο σε κρυφές κατασκευές.
Λόγω του χαμηλού ύψους, δόθηκε έμφαση στη μορφή της οροφής. Τα δοκάρια, με έντονη παρουσία, μορφοποιήθηκαν και εντάχτηκαν στο σύνολο, ενισχύοντας το χαρακτήρα του διαμερίσματος.
Βασικό εργαλείο για την ενδυνάμωση του φυσικού φωτισμού υπήρξε η ευρεία χρήση του λευκού χρώματος και του γυαλιού, που επιτρέπουν τη διάχυση του φωτός σε κάθε γωνία του σπιτιού.
Ο όγκος του υπνοδωματίου ξεχωρίζει, δίνοντας την αίσθηση ανεξάρτητου γυάλινου κύβου. Ορίζεται από μία ενιαία αδιαφανή φωτοδιαπερατή γυάλινη επιφάνεια και δύο μεγάλα επάλληλα κρύσταλλα, που άλλοτε ενοποιούν και άλλοτε απομονώνουν το χώρο.
Η κουζίνα και το σαλόνι σχεδιάστηκαν με λεπτομέρεια, απαλλαγμένα από θορυβώδεις οπτικές πληροφορίες, με γνώμονα τις λιτές ενιαίες μορφές και υλικά που συνάδουν στη φιλοσοφία του χώρου.
Έμφαση δόθηκε στη μελέτη του τεχνητού φωτισμού, έμμεσου και άμεσου, με στόχο να τονιστούν οι καθαρές γραμμές του χώρου και να προσδοθεί μια αίσθηση ηρεμίας. Ταυτόχρονα, μέσω συστημάτων αυτοματισμού, επιλέγεται το κατάλληλο σενάριο φωτισμού, επιτυγχάνοντας ατμόσφαιρα ανάλογη με τη διάθεση.





