Το έργο αφορά στην ανακαίνιση ενός διώροφου διαμερίσματος σε ένα από τα πιο κατάφυτα προάστια της Αθήνας, την Φιλοθέη. Οι διαχωριστικοί τοίχοι και οι εσωτερικές επιφάνειες αφαιρέθηκαν, με την νέα διαρρύθμιση να μεταμορφώνει την κατοικία σε έναν άνετο και ταυτόχρονα συναρπαστικό χώρο διαβίωσης.
Το ισόγειο επίπεδο περιλαμβάνει τους ενοποιημένους κοινόχρηστους χώρους, καθιστικό, τραπεζαρία και κουζίνα, ενώ στον όροφο βρίσκονται οι ιδιωτικοί με τα υπνοδωμάτια και τα λουτρά. Μια κλειστή, σπειροειδής σκάλα ενώνει ισόγειο και όροφο, ενσωματώνοντας εντοιχισμένες βιβλιοθήκες στον εσωτερικό της τοίχο.
Η απλή αυτή διαφοροποίηση μεταξύ των δυο επιπέδων δεν κρίθηκε αρκετή για τη διαμόρφωση της κατοικίας. Έτσι οι αρχιτέκτονες, εμπνεόμενοι από τον τρόπο με τον οποίο διαστρώνεται ένα κρεμμύδι, επέλεξαν να δημιουργήσουν διαφορετικές χωρικές ζώνες για κάθε δραστηριότητα των χρηστών· είσοδος στο διαμέρισμα και έξοδος από αυτό, μαγειρική, χαλάρωση, δείπνο, καθαριότητα, ύπνο. Σε κάθε ζώνη αντιστοιχεί και ένα διαφορετικό υλικό που την καθορίζει και την διαχωρίζει οπτικά από τις υπόλοιπες. Μεταξύ δύο διαφορετικών ζωνών δημιουργείται ένα «κατώφλι» όπου το χαρακτηριστικό υλικό της καθεμιάς ενώνεται με αυτό της διπλανής, όπως οι φλούδες του κρεμμυδιού, σηματοδοτώντας το πέρασμα από τον ένα χώρο στον άλλο.
Ο χώρος διαβίωσης αποτελείται από ένα ξύλινο κουτί το οποίο συγχωνεύεται με αυτόν της κουζίνας, ανάλογα με την περίσταση. Επιπρόσθετα, το λουτρό αποδομείται και στοιχεία του μεταφέρονται στο κύριο υπνοδωμάτιο, καθώς οι χρήσεις του διαχωρίζονται και επαναπροσδιορίζονται.
Η υλικότητα κάθε χώρου προσδιορίστηκε σύμφωνα με τις επιταγές μιας αρχιτεκτονικής σύνθεσης που θα ομορφαίνει με το πέρασμα του χρόνου. Φυσικά υλικά όπως το ξύλο, το σκυρόδεμα, το ατσάλι και η πέτρα αφήνουν τα ίχνη της μεταβολής τους λόγω παλαίωσης, δημιουργώντας σταδιακά μοτίβα, ολοένα μεταβαλλόμενα σε χρώμα και υφή. Καθώς ο χρόνος θα αφήνει το σημάδι του, έτσι και η αισθητική της κατοικίας θα αναπτύσσεται με κομψό και φυσικό τρόπο.





