Η προέκταση μιας τυπικής, εκατέρωθεν εφαπτόμενης, κατοικίας στο Βόρειο Λονδίνο επανασχεδιάζεται με βάση την πλίνθο, το ταπεινό τούβλο του οποίου η δυναμική ως μονάδα στοίβαξης αποφέρει μια πολύ πιο γλυπτική, υλική έκφραση. Η επανάχρηση των δομικών αυτών υλικών από τον ιστό του κτιρίου, σε συνδυασμό με τις ιδιότητες του φυσικού φωτός, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός όγκου που προεκτείνεται από την υπάρχουσα δομή, με ρυθμική βαθμίδωση που αντηχεί και στο εσωτερικό της κατοικίας, καθώς εντάσσεται και στην κάτοψη και την τομή της προσθήκης.
Η τυπική διάταξη ανατρέπεται, με την κουζίνα να καταλαμβάνει νέα θέση στην πρόσοψη της κατοικίας, ενώ δίνεται έμφαση στα διατηρούμενα στοιχεία της με σκούρα χρώματα και υλικά. Γενικότερα, οι χώροι εκτυλίσσονται διαδοχικά από το σκοτάδι στο φως, εντείνοντας τον λαμπερό και ευρύχωρο όγκο της προσθήκης. Στο κέντρο, ο χώρος τραπεζαρίας οριοθετείται από την αλλαγή δαπέδων: στενές σανίδες ξυλείας με ευθυγραμμισμένες ραφές μεσολαβούν ανάμεσα στη στιλπνή τσιμεντοκονία της κουζίνας και το μωσαϊκό του καθιστικού στην προσθήκη. Εκεί, ένα αίθριο διασφαλίζει τη διάχυση φυσικού φωτός σε όλη την κάτοψη, τονίζοντας τη γεωμετρία του συνόλου όπου το πολυεδρικό γυαλί συναντά το βαθμιδωτό τούβλο.
Βαθμιδωτές δοκοί από πλίνθους κοπής με λέιζερ φέρουν οριζόντια και κατακόρυφα φορτία, στηρίζοντας τον όροφο και δημιουργώντας έναν χώρο χωρίς κανένα υποστύλωμα. Η δομή της προσθήκης ενσωματώνεται στον σχεδιασμό από την αρχή, κάνοντας τον όροφο να μοιάζει σαν να βυθίζεται στην προσθήκη. Το ανεπίχριστο, μέσα και έξω, τούβλο έχει την τιμητική του, σεβόμενο το υπάρχον κτίριο ενώ ξεφεύγει από την πεπατημένη της ιστορικής αρχιτεκτονικής.