Με την ολοκλήρωση της φετινής χρονιάς, η συντακτική ομάδα του έντυπου ek magazine ξεχώρισε δέκα αρχιτεκτονικά έργα που δημοσιεύθηκαν στα τεύχη 294-302, τα οποία παρουσιάζονται και ψηφιακά. Οι θεματικές τους συμβαδίζουν με την οργάνωση της έντυπης ύλης κατά τη διάρκεια του έτους, καλύπτοντας κατοικίες, interiors, ξενοδοχεία, κτίρια ειδικών χρώσεων και έργα ανακαίνισης και επανάχρησης.
Κατοικίες
Η κατοικία βρίσκεται στη Λακατάμια, ένα προάστιο στα περίχωρα της Λευκωσίας. Από τα πρώτα στάδια του σχεδιασμού, τέθηκαν ορισμένα ουσιώδη ζητήματα που καθόρισαν τις βασικές αρχές της αρχιτεκτονικής πρότασης. Πρώτον, η ανάγκη για διακριτική ιδιωτικότητα, η οποία όμως να μη στρέφει την πλάτη στον αστικό ιστό, αλλά να διατηρεί μια στοιχειώδη ευαισθησία προς αυτόν. Δεύτερον, ζητούμενο αποτέλεσε η καλλιέργεια μιας άμεσης, σχεδόν απτικής σχέσης με την “ιδιωτική” φύση. Επιπλέον, διατυπώθηκε η επιθυμία για αφθονία φυσικού φωτός σε όλους τους χώρους του σπιτιού, ενώ καθοριστική υπήρξε και η πρόβλεψη για τη φιλοξενία της συλλογής έργων τέχνης των ιδιοκτητών, η οποία απαιτούσε κατάλληλες συνθήκες ανάδειξης.
Η κατοικία επιχειρεί να αποτυπώσει χωρικά τη συνάντηση μνήμης και λήθης, έχοντας γεννηθεί μέσα από τα βιώματα του τόπου, εκεί όπου το παιχνίδι των παιδικών χρόνων μετουσιώθηκε σε υλική πρόθεση. Μια αρχιτεκτονική χειρονομία ριζωμένη στο φως, στον αέρα, στο άυλο και στη σιωπή της μεσογειακής ενδοχώρας. Το έργο βρίσκεται στην Κάτω Δευτερά, στα προάστια της Λευκωσίας, σε περιοχή με ήπιο ξηροθερμικό μικροκλίμα και μορφολογία χαμηλών κοιλάδων και πεδιάδων. Η γεωργική χρήση του τοπίου επιβιώνει και συνομιλεί με τη νέα δόμηση. Η κατοικία δεν εισβάλλει, αλλά ενσωματώνεται, ενώ ο τόπος παραμένει πρωταγωνιστής. Η συνθετική διαδικασία ξεκινά από την κάτοψη, η οποία οργανώνει τη λογική της κατοίκησης μέσα από έναν αυστηρό, τυπολογικά συμπαγή πυρήνα. Δύο καθαροί ισόγειοι όγκοι -τοποθετημένοι παράλληλα- ορίζουν ένα ενδιάμεσο αίθριο, το οποίο λειτουργεί ως χωρικός και βιωματικός πυρήνας.
Interiors
Το Semiramis, ιδιοκτησίας του συλλέκτη Δάκη Ιωάννου, ανήκει σε ένα portfolio μοναδικών ξενοδοχείων που έχουν σχεδιαστεί από καταξιωμένους designers. Όταν άνοιξε τις πόρτες του, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, η τολμηρή διαμόρφωση του Karim Rashid έφερε αναστάτωση στην Κηφισιά, προκαλώντας την προαστιακή αισθητική της. Με την πάροδο του χρόνου, διαδοχικές ανακαινίσεις απομάκρυναν το bar–restaurant από την ταυτότητα του ξενοδοχείου. Ο νέος χώρος, Koumkan, εντάσσεται εκ νέου στο DNA του Semiramis, αντανακλώντας τις σύγχρονες πολιτιστικές, γαστρονομικές και κοινωνικές αθηναϊκές τάσεις.
Τα νέα γραφεία στεγάζονται σε ένα βιομηχανικό κέλυφος επιφάνειας 1.200m2, όπου κυριαρχούν μεταλλικά ράφια αποθήκευσης καλωδίων από το δάπεδο έως την οροφή. Η κεντρική ιδέα της διαμόρφωσης αφορά στην κατάλληλη χωροθέτηση “container εργασίας”, με σκοπό να φιλοξενήσουν τα γραφεία του προσωπικού. Η μορφή του container επιλέχθηκε ως χαρακτηριστικό της βιομηχανικής ταυτότητας και της περιβαλλοντικής ευθύνης της εταιρείας. Όπως τα προϊόντα της παράγονται με σκοπό να είναι πλήρως ανακυκλώσιμα, έτσι και το container, ως μέσο αποθήκευσης και μεταφοράς τους, μετασχηματίζεται και αποκτά νέα χρήση ως χώρος γραφείων. Δημιουργούνται δύο εστίες εκατέρωθεν του κεντρικού χώρου αποθήκευσης και συσκευασίας προϊόντων, ώστε να μην εμποδίζεται η ομαλή κίνηση μηχανημάτων και προσωπικού.
Ξενοδοχεία
Το συγκρότημα βρίσκεται στο παραθαλάσσιο χωριό Μάταλα, στην νότια Κρήτη, και περιβάλλεται από τους χαρακτηριστικούς βραχώδεις σχηματισμούς της περιοχής, που διαμορφώνουν μία αγκαλιά γύρω από το οικόπεδο. Βασική αφετηρία του σχεδιασμού ήταν η δημιουργία μιας συστάδας μικρών κτιρίων που αναφέρονται σε ένα κοινό κεντρικό αίθριο, εν είδει προστατευμένης πλατείας ενός μικρού χωριού. Μια σαφής μνεία στις αξίες και την κληρονομιά στο “μαζί” και την κοινοτική ζωή στα Μάταλα, το έργο επαναπροσδιορίζει την παραδοσιακή, ελληνική, νησιώτικη γειτονιά, δημιουργώντας ένα σύγχρονο κατάλυμα του σήμερα.
Το Tella Thera επαναπροσδιορίζει τη μεσογειακή φιλοξενία μέσω ενός αρχιτεκτονικού ιδιώματος που βασίζεται στην παράδοση και την ίδια στιγμή είναι προσανατολισμένο στη βιωσιμότητα. Υλοποιημένο ως ένα καταφύγιο έξω από τα Χανιά, το έργο διερευνάcπώς η πολιτισμική μνήμη και ο σύγχρονος σχεδιασμός μπορούν να συγκλίνουνcγια να δημιουργήσουν ένα νέο μοντέλο αναγεννητικής φιλοξενίας. Σε πλήρη αρμονία με το φυσικό τοπίο, η μελέτη ενσωματώνει φυτεμένα δώματα με ελιές και μεσογειακά δέντρα σε όλα τα κτίρια, ενισχύοντας τη θερμομόνωση, ενθαρρύνοντας παράλληλα τη βιοποικιλότητα και συσχετίζοντας το έργο με το περιβάλλον του. Οι προσόψεις αρθρώνονται μέσα από μια ακολουθία αψίδων -ολόκληρων και μισών μορφών- που αποτελούν αφαιρετικές διατυπώσεις των παραδοσιακών γεωμετριών της ενετικής και οθωμανικής αρχιτεκτονικής των Χανίων. Αυτό το μοτίβο συνεχίζεται εσωτερικά, όπου οι συνεχόμενες επιφάνειες μικροτσιμέντου ενοποιούν δάπεδα, οροφές και τοίχους.
Κτίρια Ειδικών Χρήσεων
Η τοποθεσία του έργου πάνω σε έναν από τους σημαντικούς εμπορικούς άξονες της Λεμεσού, κοντά σε κόμβο πρωταρχικής σημασίας, έθεσε εξαρχής τον στόχο για τη δημιουργία ενός κτιρίου-σημείου αναφοράς για την περιοχή της Μέσα Γειτονιάς. Το δεδομένο αυτό, σε συνάρτηση με τη μακρόστενη γεωμετρία του οικοπέδου, καθόρισε από πολύ αρχικά στάδια την ιδιαίτερη ογκοπλασία του κτιρίου. Για να επιτευχθεί ο στόχος, επιλέχθηκε η δημιουργία ενός γραμμικού, οργανικού όγκου κατά μήκος της λεωφόρου, ώστε αφενός να σηματοδοτείται η παρουσία του συγκροτήματος και αφετέρου να διατηρείται η γραμμική ροή και ο παλμός του εμπορικού άξονα.
Σε μία περιοχή της πόλης με έντονο βιομηχανικό χαρακτήρα κοντά στην Εθνική οδό Αθηνών-Λαμίας, ένα προϋπάρχον κτίσμα, που δεν ολοκληρώθηκε, ανακατασκευάστηκε με στόχο το νέο κτίριο να διατηρεί μεν τον φέροντα οργανισμό του υφιστάμενου, παράλληλα δε να καλύπτει ένα νέο διευρυμένο κτιριολογικό πρόγραμμα, αυξημένης επιφάνειας γραφειακών χώρων. Προϋπόθεση για τον σχεδιασμό, ήταν η δημιουργία ενός νέου συστήματος κατασκευής, το οποίο θα προσαρμόζεται στην υφιστάμενη δομή του κτιρίου, αλλά ταυτοχρόνως θα την οργανώνει, θα διαμορφώνει μία ενιαία εικόνα και ταυτότητα, ικανοποιώντας παράλληλα τις βιοκλιματικές ανάγκες ενός σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος. Έτσι το νέο κέλυφος, το οποίο αποκτά πάχος, έρχεται σε επαφή ή βρίσκεται σε απόσταση από αυτό, ενοποιώντας τους κλειστούς χώρους με τους υπαίθριους, τα δώματα και τους εξώστες.
Ανακαίνιση – Επανάχρηση
Το έργο αφορά στη μετατροπή ενός υφιστάμενου εμπορικού κέντρου επί της οδού Πειραιώς σε ένα βιώσιμο και πρωτοποριακό συγκρότημα γραφείων, με την παράλληλη προσθήκη ενός νέου ανεξάρτητου πενταώροφου κτιρίου, το οποίο αφενός λειτουργεί ως τοπόσημο και αφετέρου ως πυρήνας αναζωογόνησης και ανάπτυξης για την ευρύτερη περιοχή. Ο σχεδιασμός βασίζεται στη διαχείριση του υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος, μετατρέποντάς το σε ένα ενεργειακά αποδοτικό κτίριο με σύγχρονες χρήσεις. Η προσέγγιση ακολουθεί τις αρχές της αειφορίας, της βιωσιμότητας και της κυκλικής οικονομίας, ενσωματώνοντας την αξιοποίηση των υλικών. Το υφιστάμενο κτίριο χαρακτηρίζεται από έντονες αντιθέσεις, με κυριότερη την εσωστρέφεια των εξωτερικών όψεων σε αντίθεση με την εξωστρέφεια των εσωτερικών. Ο ανασχεδιασμός αξιοποιεί αυτές τις αντιθέσεις ως συνθετικά στοιχεία, επαναπροσδιορίζοντας την όψη και δημιουργώντας ένα νέο αρχιτεκτονικό κέλυφος.
Η αρχιτεκτονική λύση για την επανάχρηση του εμβληματικού Μινιόν, στο κέντρο της Αθήνας, αποτέλεσε πρόκληση, καθώς η αποκατάσταση ενός εκτεταμένου, εγκαταλελειμμένου κελύφους μετατράπηκε σε ευκαιρία σχεδιασμού με σαφές αφηγηματικό και μορφολογικό πρόταγμα. Η βασική συνθετική ιδέα αποτυπώνει την ιστορική στρωμάτωση του οικοδομικού τετραγώνου, όπως αυτή διαμορφώθηκε από τη σταδιακή συνένωση διαφορετικών ιδιοκτησιών στο πλαίσιο λειτουργίας του ως πολυκαταστήματος. Η επιλογή της παλέτας με τα τρία διαφορετικά χρώματα στις όψεις λειτουργεί συμβολικά, δηλώνοντας έμμεσα τη σύνθεση των επιμέρους κτιρίων. Έτσι, δίνεται το στίγμα του διαλόγου με τον άμεσο πολεοδομικό ιστό, με έναν ρυθμό καθαρά ρασιοναλιστικό και λιτό.















