Το κτίριο εντάσσεται σε ένα βραχώδες και έντονα επικλινές οικόπεδο µε θέα στον Νότιο Ευβοϊκό κόλπο. Το υπάρχον πέτρινο κτίσµα και τα τοιχία που το περιβάλλουν στέκουν σαν απολιθώµατα που συνυπάρχουν µε το φυσικό τοπίο.
Tο πέτρινο τµήµα της κατοικίας ανακατασκευάζεται µε σεβασµό στην αρχική του δοµή, διατηρώντας τις ξύλινες οροφές και την αρµολόγηση των τοίχων, δίνοντας έµφαση στο ανάγλυφο του τοπίου.
Τα υφιστάµενα ανοίγµατα τροποποιούνται µε σκοπό να υποδεχτούν τις νέες λειτουργίες των χώρων. Η εσωστρέφεια του πέτρινου όγκου και τα µικρά ανοίγµατα προσδιορίζουν το υφιστάµενο κτίσµα ως τον περισσότερο ιδιωτικό χώρο, όπου εντάσσονται χώροι υπνοδωµατίων και λουτρών.
Ένας νέος λευκός όγκος, σαν ένα ξένο στοιχείο, «προσγειώνεται» στο τοπίο πάνω από το παλιό πέτρινο κτίσµα και ισορροπεί στο πιο απότοµο σηµείο του οικοπέδου, δηµιουργώντας την αίσθηση της αιώρησης. Μέσα του φιλοξενεί όλες τις καθηµερινές λειτουργίες διηµέρευσης, µε το καθιστικό, την τραπεζαρία και την κουζίνα σε έναν ενιαίο χώρο, ο οποίος ορίζεται εσωτερικά µέσω των τριών µεγάλων ανοιγµάτων.
Τα ανοίγµατα, αυστηρά τοποθετηµένα, καδράρουν τη θάλασσα και το βουνό, µε µεγαλύτερη έµφαση στον οικισµό, που καταλήγει στο πιο δραστήριο σκηνικό του τόπου, το λιµάνι.





