Η Μαρία Κοκκίνου και ο Ανδρέας Κούρκουλας ίδρυσαν μαζί το αρχιτεκτονικό τους γραφείο το 1987. Με σπουδές στην Αθήνα και το Λονδίνο, έχουν ασχοληθεί επαγγελματικά με πλήθος δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, σε όλες τις κλίμακες σχεδιασμού και το έργο τους δημοσιεύεται συστηματικά τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εδώ και τρεις δεκαετίες, μαζί με τους συνεργάτες του γραφείου τους, επιμένουν στην αναζήτηση νέων τυπολογιών, καινοτόμων κατασκευαστικών επιλύσεων και πρωτότυπων υλικών, διαμορφώνοντας μία αρχιτεκτονική που ξεχωρίζει.
Σ.Μ: Έχετε παρακολουθήσει επαγγελματικά, τη ραγδαία αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας από την αρχή μέχρι το τέλος της Μεταπολίτευσης, από τη δεκαετία του ’80 μέχρι και τη δεκαετία της χρεωκοπίας του 2010, παράγοντας αρχιτεκτονικό έργο. Ποιες αλλαγές διαπιστώσατε στο πως γίνεται αντιληπτή η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, στο πώς σχεδιάζεται και χτίζεται, και πώς αυτές οι αλλαγές επηρέασαν τον σχεδιασμό σας;
ΚΚ: Η πτώση της δικτατορίας σήμανε το τέλος της εσωστρέφειας και άνοιξε μια νέα δημιουργική φάση για την ελληνική αρχιτεκτονική. Έλληνες αρχιτέκτονες, σταδιακά και μετ’ εμποδίων, πήραν μέρος στους διεθνείς προβληματισμούς και παρήγαγαν έργο, τόσο στο επίπεδο των κτιρίων, όσο και στην προβληματική για την πόλη. Η οικονομική κρίση ήταν καταστροφική. Έβαλε τέλος σε αυτή την πορεία, στέλνοντας το πιο δυναμικό κομμάτι των νέων αρχιτεκτόνων στο εξωτερικό. Η οικοδομική δραστηριότητα συρρικνώθηκε κατά 90%. Πρόσφατα εμφανίζεται μια μικρή ανάκαμψη, κυρίως στον τουρισμό και, δειλά-δειλά, σε επανάχρηση υπαρχόντων κτιρίων. Το μέλλον της ελληνικής αρχιτεκτονικής θα κριθεί από τη δυνατότητα της χώρας να επαναπατρίσει αυτή τη γενιά και να την εντάξει στην πορεία ανάκαμψης.
Σ.Μ: Ο Rem Koolhaas είχε δηλώσει σε ανύποπτο χρόνο και αφού είχε εδραιωθεί ως αρχιτέκτονας, ότι οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί είναι άχρηστοι. Ποια είναι η δική σας εμπειρία από τους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και ποια η θέση σας στην παραπάνω δήλωση;
ΚΚ: Οι διαγωνισμοί είναι πολύτιμοι, κυρίως γιατί δίνουν τη δυνατότητα σε νέους ανθρώπους να ορθώσουν το ανάστημά τους και να βγουν από την αφάνεια. Η ομάδα της ΟΜΑ, που είχαμε τη μεγάλη ευκαιρία να εργαστούμε τη δεκαετία του ’80, στο Λονδίνο, αποτελεί λαμπρό παράδειγμα αυτής της δυνατότητας που δίνουν οι διαγωνισμοί. Αλλά, όπως κάθε διαγωνιστική διαδικασία, κρίνεται κυρίως από την ποιότητα των κριτικών επίτροπων και τη δυνατότητά τους να αξιολογούν πολύπλευρα. Για το θέμα αυτό πρέπει να σκεφτούμε σοβαρά, εκτιμώντας τα αποτελέσματα αυτής της διαδικασίας στη χώρα μας. Στο ελληνικό ποδόσφαιρο φτάσαμε στη λύση των ξένων διαιτητών.
Σ.Μ: Η οικοδομική παραγωγή δεν προκύπτει μόνο από αρχιτέκτονες. Σε ποιους θεωρείτε ότι απευθύνεται η αρχιτεκτονική, και με ποια παραδείγματα από τη δική σας εμπειρία θα μπορούσατε να το εξειδικεύσετε;
ΚΚ: Η αρχιτεκτονική απευθύνεται σε όλους. Σε κάθε φάση του πολιτισμού, αυτό το ”όλοι” παίρνει συγκεκριμένη μορφή. Στη χώρα μας, πέρασε από χιλιάδες κύματα, όπου οι πολιτικοί μηχανικοί και γενικά, οι τεχνικοί, είχαν τη μερίδα του λέοντος. Σταδιακά, από τη μεταπολίτευση και μετά, το κύρος του επαγγέλματος άρχισε να ανεβαίνει. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε και τις ευθύνες μας και τα τραγικά λάθη μας, κυρίως στα θέματα της πόλης στον 20ο αιώνα. Αυτά, σε μεγάλο βαθμό καταρράκωσαν το κύρος της αρχιτεκτονικής.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 241 | Οκτώβριος 2019