Το βραβευμένο αρχιτεκτονικό γραφείο Mastrominas Architecture ιδρύθηκε το 1984 στην Κω από τον Ηλία Μαστρομηνά, μετά από σπουδές στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και την Αρχιτεκτονική Σχολή του ΑΠΘ. Σήμερα διατηρεί δεύτερη έδρα στην Αθήνα, έχοντας αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στον σχεδιασμό ξενοδοχείων, πολυτελών κατοικιών και κτιρίων γραφείων. Ο σχεδιασμός του γραφείου ξεχωρίζει για τη μινιμαλιστική του έκφραση, τη φροντίδα για τη λειτουργικότητα και την ενσωμάτωση στοιχείων της παραδοσιακής ελληνικής αρχιτεκτονικής σε μοντέρνα απόδοση.
Σ.Μ: Ξεκινήσατε τις σπουδές σας στο Πολυτεχνείο του Μιλάνου και τις ολοκληρώσατε στη Θεσσαλονίκη. Ποια ήταν τα εφόδια που φέρατε από την Ιταλία και πώς αντιληφθήκατε αρχικά την αρχιτεκτονική στο ελληνικό πλαίσιο; Ποιους θεωρείτε ως σταθμούς στην εξέλιξη του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζετε;
Η.Μ: Το 1977 που πήγα στο Μιλάνο, η Ελλάδα αναζητούσε έναν νέο δρόμο στη δημοκρατία και στον σύγχρονο κόσμο. Οι φοιτητές ήμασταν έντονα πολιτικοποιημένοι, γεμάτοι όνειρα και μεγάλη δίψα να μάθουμε πράγματα και να προχωρήσουμε μπροστά. Αυτό που μου προσέφερε το Μιλάνο, είναι κυρίως ο πολιτισμός της βόρειας Ιταλίας, η επαφή με την κουλτούρα και την τέχνη, οι προ-εικόνες που ασυνείδητα υπεισέρχονται στον σχεδιασμό. Στην πλούσια βιβλιοθήκη της Αρχιτεκτονικής Σχολής, ανακάλυψα τους μαέστρους του μοντέρνου κινήματος, Le Corbusier, Mies Van de Rohe, Alvar Aalto και άλλους, που με επηρέασαν βαθιά.
Ο Δημήτρης Φατούρος και η διάλεξη που έδωσε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μιλάνου, ήταν η αφορμή να επιστρέψω στην Ελλάδα όπου ανακάλυψα τον Πικιώνη, τον Κρόκο αλλά κυρίως τον Άρη Κωνσταντινίδη. Διάβασα όλα τα βιβλία του προσπαθώντας να εμβαθύνω στο έργο του. Η ανάταση της ελληνικότητας στο έργο του μέσα από τη μοντέρνα αρχιτεκτονική και τη λιτότητα του συντακτικού, μα πάνω απ’ όλα η “αλήθεια“ που είναι η κατάθεση ψυχής του αρχιτέκτονα, ήταν αυτό που με καθήλωσε και από τότε έγινε καθημερινός μου στόχος.
Ο πρώτος σταθμός στη δουλειά μου ήταν η συνεργασία μου με τον αείμνηστο Σωτήρη Κουκή, αρχιτέκτονα ξενοδοχείων με έργο σε όλη την Ελλάδα. Δίπλα του έμαθα τη λειτουργία του ξενοδοχείου καθώς και την οργάνωση ενός μεγάλου αρχιτεκτονικού γραφείου. Δεύτερος σταθμός υπήρξε η συνεργασία μου με τους ISV το 2004, ενώ το 2005 αφήνω πρώτη φορά την Κω και εγκαθίσταμαι στην Αθήνα για να συνεργαστώ μαζί τους. Ιδρύσαμε το γραφείο ISV+M με αντικείμενο το real estate, ενώ ταυτόχρονα συνεργαζόμαστε στον σχεδιασμό ξενοδοχείων στην Κω και στην Πάτμο. Τους οφείλω πολλά και τους ευχαριστώ και από αυτή τη θέση.
Σ.Μ: Δημιουργήσατε το πρώτο σας γραφείο στην Κω, όπου ειδικευτήκατε στις ανάγκες του τουρισμού, μέσα από μεγάλα ξενοδοχεία και κατοικίες. Αυτή η επιλογή ήταν μονόδρομος;
H.M. Δανειζόμενος τον ορισμό του Άρη Κωνσταντινίδη ότι “οι κατοικίες είναι δοχεία ζωής”, θα έλεγα ότι “τα ξενοδοχεία είναι δοχεία χαράς”, είναι οι χώροι όπου οι επισκέπτες αποβάλλουν το στρες της καθημερινότητας και της εντατικοποιημένης εργασίας των αστικών κέντρων και έρχονται σε επαφή με τη φύση. Τα ερεθίσματα λοιπόν ξεκινούν από την εκρηκτική τουριστική ανάπτυξη της Κω της δεκαετίας του ‘80, όπου τα καταλύματα κατασκευάζονται χωρίς σχεδιασμό, σχεδόν επιτακτικά, προκειμένου να καλύψουν την τεράστια ζήτηση. Για αυτόν τον λόγο, ως φοιτητής στην Αρχιτεκτονική σχολή της Θεσσαλονίκης, επέλεξα το μάθημα της ειδικής κτιριολογίας, με αντικείμενο τα ξενοδοχεία.
Είχα την τύχη να εκπαιδευτώ δίπλα στην καθηγήτρια Ξανθίππη Χόιπελ. Τα θέματα ήταν απαιτητικότερα από διπλωματική, δουλεύαμε μήνες από το πρωί μέχρι το βράδυ για ένα ξενοδοχείο πόλης και για ένα resort. Η εργασία της ομάδας μου αρίστευσε και παρουσιάστηκε στο επόμενο έτος των φοιτητών. Όταν αποφοίτησα, η καθηγήτριά μου, που ήταν τότε μέτοχος του μεγαλύτερου αρχιτεκτονικού γραφείου της Θεσσαλονίκης, “Τζώνος-Χόιπελ-Χόιπελ“ -ο Πάνος Τζώνος είναι άλλος ένας εξαιρετικός καθηγητής- μου πρότεινε να εργαστώ στο γραφείο τους. Επομένως, η Κως δεν ήταν μονόδρομος, ήταν η αγάπη για τον τόπο που με οδήγησε εκεί. Εκ των υστέρων, θεωρώ ότι αν είχα δεχτεί τη θέση στο γραφείο των καθηγητών μου, θα είχα κερδίσει πολύ χρόνο και κόπο για να κάνω τα όποια βήματα έχω κάνει.
Σ.Μ: Πότε και γιατί πήρατε την απόφαση να μεταφερθείτε στην Αθήνα και τι αλληλοτροφοδοσία υπάρχει ανάμεσα στις δύο έδρες σας;
H.M: Δουλεύοντας στην Κω, είχα την ευκαιρία να σχεδιάσω ξενοδοχεία από πολύ νεαρή ηλικία, τα περισσότερα εξ αυτών πολύ μεγάλα, έως και 1200 κλίνες. Δεν μπορώ να μην είμαι ευγνώμων γι’ αυτό. Όμως η αγάπη για την αρχιτεκτονική με οδήγησε δύο φορές στην Αθήνα, αρχικά με τη συνεργασία μου με τους ISV και αργότερα με το δικό μου γραφείο, στελεχωμένο με νέους αρχιτέκτονες και interior designers, με στόχο τη μεταλαμπάδευση της πολύχρονης εμπειρίας στους νέους αρχιτέκτονες που με τη σειρά τους εμπλουτίζουν τη δουλειά μας, μέσα από τον πλουραλισμό διαφορετικών ιδεών, προσεγγίσεων και τάσεων.
Το γραφείο της Κω μας τροφοδοτεί με έργα από το νησί, τα οποία μελετώνται κυρίως στην Αθήνα, όπου βρίσκεται η κύρια δύναμή μας. Η επαφή με τις νέες ιδέες, τα νέα προϊόντα, τεχνολογίες και τα υλικά κατασκευής, είναι πιο άμεση και η ενσωμάτωση στον σχεδιασμό μας καταλυτική.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 272 | Νοέμβριος 2022