Ο Παναγιώτης Τουλιάτος είναι Ομότιμος Καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Καθηγητής και Πρόεδρος του Τμήματος Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου Frederick και επιστημονικός υπεύθυνος και εκπρόσωπος της Ελλάδας στη CEN- Ευρωκώδικας EC-5. Επαγγελματικά, ως αρχιτέκτονας–μηχανικός, έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με πρωτοποριακές κατασκευές μη συμβατικού χαρακτήρα, μεγάλων στατικών ανοιγμάτων, σύμμικτης κατασκευής με φορείς από οπλισμένο σκυρόδεμα, χάλυβα και ξύλο και ιδιαίτερης αντισεισμικής και βιοκλιματικής συμπεριφοράς. Είναι συγγραφέας πολλών επιστημονικών άρθρων, διδακτικών βοηθημάτων και βιβλίων, ενώ δραστηριοποιείται ως συντονιστής μεταπτυχιακών και ερευνητικών προγραμμάτων, ειδικά στον τομέα της αποκατάστασης ιστορικών μνημείων και των σύγχρονων κατασκευών μεγάλων στατικών ανοιγμάτων και ιδιαίτερης βιοκλιματικής λειτουργίας.
Σ.Μ.: Είστε από τους πρώτους αρχιτέκτονες στην Ελλάδα που ασχολήθηκαν συστηματικά με τις δυνατότητες της βιομηχανικής ξυλείας. Τι ήταν αυτό που σας τράβηξε τότε το ενδιαφέρον στο συγκεκριμένο υλικό;
Π.Τ.: Στα πρώτα βήματα της ακαδημαϊκής μου πορείας, στην περιοχή της Οικοδομικής Τεχνολογίας του ΕΜΠ, ασχολήθηκα ιδιαίτερα με τα συστήματα προκατασκευής με οπλισμένο σκυρόδεμα. Από τη δεκαετία του ‘80, παράλληλα με τη διδασκαλία και έρευνα στο ΕΜΠ, ανέλαβα τακτικά μαθήματα στην Πυροσβεστική Ακαδημία της Ελλάδος με κύριο στόχο την εκπαίδευση των Δόκιμων Αξιωματικών στα θέματα του σεισμικού κινδύνου. Επί δεκαετίες ζήσαμε μαζί τους σεισμούς της Ελλάδος παρακολουθώντας και αναλύοντας τις αστοχίες των κτιρίων, τις διασώσεις των ανθρώπων, συγγράφοντας σημειώσεις μαθημάτων και οδηγίες επεμβάσεων και εκτελώντας και με τα δύο εκπαιδευτικά ιδρύματα, πειράματα σχετικά με τον σεισμό και την πυρκαγιά κτιρίων. Από τα χρόνια των σπουδών μου, ακόμα, στο ΕΜΠ, λόγω των εμπνευσμένων καθηγητών μου, όπως ο Άγγελος Προκοπίου ή ο Παύλος Μυλωνάς, πλησίασα τον μαγευτικό χώρο των δομικών μνημείων του Ανθρώπου.
Έτσι άρχισε να καλλιεργείται στον νου μου η άποψη ότι για να τολμήσω στην επιστήμη μου, ως Αρχιτέκτων-Μηχανικός, κάτι νέο, τολμηρό και ωφέλιμο στη δομική δραστηριότητα, θα έπρεπε πρώτα να πλησιάσω σε βάθος και να κατανοήσω τα αντίστοιχα επιτεύγματα του παρελθόντος μας. Έτσι από ενωρίς διέκρινα τις δυνατότητες της ξύλινης κατασκευής. Παρατηρήσεις μου που ενισχύθηκαν από τη μακροχρόνια θητεία μου σε επιστημονικούς οργανισμούς όπως π.χ. το Συμβούλιο της Ευρώπης (PACT 19) και η UNESCO από τη μια πλευρά και οι Ευρωκώδικες της CEN (εκπρόσωπος της Ελλάδος στον EC5 Ξύλινες Κατασκευές) και το IDNDRτων Ηνωμένων Εθνών (εκπρόσωπος της Ελλάδος στην International Decade for Natural Disasters Reduction), από την άλλη. Η συνεχής ακαδημαϊκή και ερευνητική μου συνεργασία με Πανεπιστήμια της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, όπως του Τορίνο, της Φλωρεντίας, της Μονς στο Βέλγιο, του Όουλου στην Φινλανδία, και της Βόρειας Αμερικής, όπως του Βανκούβερ, με το ερευνητικό κέντρο Florintec και του Χάρβαρντ στη Βοστώνη μού γέννησαν αφ΄ ενός μια απορία και αφ΄ ετέρου μια έντονη επιθυμία, ένα όνειρο.
Η απορία μου ήταν: πώς και γιατί ένα έθνος, ένας λαός, ο Ελληνικός, με την απίστευτη τεχνολογία συνδυασμού ξύλου και λιθοδομής στην προϊστορική περίοδο των Μινώων, με τις ακαταμάχητες τριήρεις, όπου προσπάθησα να συμβάλω στην αποκρυπτογράφηση του ιστορικού συστήματος ναυπήγησης των Ελλήνων “Κέλυφος Πρώτα“ και τις πολιορκητικές μηχανές τους, με τις Βυζαντινές ιμαντώσεις με ξύλο χιλιόχρονων κάστρων–μοναστηριών που μελετούσα και μελετώ, με τα καταπληκτικά αρχοντικά σπίτια που αντέχουν και κοσμούν την αρχιτεκτονική παράδοση των Ελλήνων, πώς αυτός ο λαός απαρνήθηκε την ξύλινη κατασκευή, έχασε την εμπιστοσύνη του σε αυτήν και την εγκατέλειψε; Έτσι ξεκίνησα.
Σ.Μ.: Πόσο εύκολο ήταν να χτίσετε τα πρώτα σας έργα, όταν η τοπική τεχνογνωσία γύρω από το ξύλο ήταν περιορισμένη; Τι χαρακτηριστικά είχαν οι εργοδότες που δέχονταν μια τέτοια πρόταση και με ποια συνεργεία συνεργαστήκατε;
Π.Τ.: Εύκολο δεν ήταν ποτέ. Η πρώτη μεγάλη ευκαιρία και για μένα και για τη γνωριμία του Αθηναϊκού κοινού με τη σύγχρονη ξύλινη κατασκευή υπήρξε η “Αυτοκίνηση“ το 1977, σε περίοπτο σημείο της Λεωφόρου Κηφισίας. Μου ζητήθηκε, τότε, από όμιλο επιχειρηματιών και φίλων ένα σχετικά μεγάλο κτίριο εμπορικών εκθέσεων, αρχικά αυτοκινήτων, που να είναι ελκυστικό και μεταφερόμενο από τόπο σε τόπο. Το κτίριο άρεσε τόσο στο κοινό ώστε να μετατραπεί σύντομα σε διάσημη ντίσκο και να γίνει πολύ γνωστό. Έτσι αποτέλεσε ένα απτό δείγμα της δυνατότητος και στην Ελλάδα να σχεδιασθεί, υπολογισθεί και να κατασκευασθεί κτίριο μεγάλων διαστάσεων από επικολλητή ξυλεία (Glulam). Όπως κάθε ξύλινο στοιχείο παντού, έτσι και στην Ελλάδα το ξύλο έλκει τη συμπάθεια του ανθρώπου. Έδειξε, κυρίως, ότι η ξύλινη κατασκευή μπορεί να δώσει σύγχρονη τυπολογία και μορφολογία και πολύ προοδευτική αισθητική. Αυτή η άποψη ενισχύθηκε όταν σχεδίασα και κατασκευάσθηκε ο “Κούρος“, Τουριστικό Περίπτερο στην Εθνική Οδό, μετά τη Λειβαδιά, προς τους Δελφούς και τον Παρνασσό.
Μετά από αυτά τα δύο κτίρια, η μια κατασκευή μετά την άλλη διευκόλυνε την εξέλιξη στην Ελλάδα μεγάλης κλίμακας και τολμηρής σύνθεσης ξύλινων κατασκευών. Κατέρρευσαν διάφορες λανθασμένες πεποιθήσεις που, δυστυχώς, είχαν αναπτυχθεί. Φάνηκε ότι είναι απόλυτα συναγωνίσιμη οικονομικά από επιτυχία σε δύσκολους αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς όπως π.χ. για το μεγάλο κολυμβητήριο των μαθητών του Ελληνοαμερικανικού Κολλεγίου στην Κάντζα Αττικής, ή τα τρία ολυμπιακά γυμναστήρια στις πιο σεισμογενείς περιοχές της Ελλάδος, το Αργοστόλι, τη Λευκάδα και το Λουτράκι, όπου σεισμικό ρήγμα πέρασε μέσα από το κτίριο κάνοντας ζημιά μόνο στο δάπεδο. Απεδείχθη ότι η ξύλινη κατασκευή είναι αρκετά ισχυρή ώστε να προστατεύει, σαν ξύλινο κέλυφος, στις άγριες συνθήκες της κορυφής του Παρνασσού, το διώροφο κτίσμα από οπλισμένο σκυρόδεμα.
Επιβεβαιώθηκε η μοναδική δυνατότητα που προσφέρει η ευέλικτη ξύλινη κατασκευή στον βιοκλιματικό και ενεργειακό σχεδιασμό, π.χ. με την ηλεκτρικά ανοιγόμενη οροφή του κολυμβητηρίου στην Παλλήνη. Εύκολη, όμως, η εφαρμογή δεν ήταν ποτέ. Κατ΄ αρχήν έπρεπε να αποφασίσει η μελετητική ομάδα ότι από τα προσχέδια θα έχει επιλύσει όλες τις σημαντικές λεπτομέρειες της πρότασης. Συγχρόνως και εξ αρχής ο αρχιτέκτονας θα έπρεπε να μορφώνει τους, συνήθως, μη τυποποιημένους φορείς σε στενή και έγκαιρη συνεργασία με τον πολιτικό μηχανικό. Οι εργολαβικές ομάδες δεν μπορούσαν να προσαρμοσθούν στην απαιτούμενη αυστηρή ακρίβεια χιλιοστού των λεπτομερειών της κατασκευής. Οι βιομηχανίες, ενίοτε, δεν πείθονταν να παράγουν με αυστηρή εφαρμογή των Ευρωπαϊκών κανονισμών και προδιαγραφών. Τη λύση μού έδωσαν τα δύο μου αδέλφια. Δημιούργησαν συνεργείο ολιγοπρόσωπο, το εξεπαίδευσαν εργαζόμενοι και οι ίδιοι χειρωνακτικά, επιτρέποντας έτσι την εφαρμογή των μελετών μου με τον ορθό τρόπο.
Σ.Μ.: Έχετε υπάρξει μέλος της επιστημονικής ομάδας που έχει συντάξει τους Ευρωκώδικες. Μπορείτε να εξηγήσετε συνοπτικά ποιος ήταν ο στόχος αυτής της έρευνας και τι τάσεις προδιαγράφει για το μέλλον των δομικών έργων στην Ευρώπη;
Π.Τ.: Εκπροσώπησα την Ελλάδα στον Ευρωκώδικα 5-Ξύλινες Κατασκευές κατά τη σύνταξή του και, κατόπιν, στο στάδιο εφαρμογής στην Ελλάδα. Οι Ευρωκώδικες αποτελούν μια ιστορική προσπάθεια της Ευρώπης στον τομέα των υπολογισμών των δομικών κατασκευών. Μια σοβαρή επιτυχία των Ευρωκωδίκων, νομίζω, είναι ότι έφεραν σε ισότιμο επίπεδο τις φέρουσες κατασκευές από λίθο, ξύλο, χάλυβα και οπλισμένο σκυρόδεμα, προσθέτοντας και την περίπτωση της σύμμικτης κατασκευής. Έτσι καταφέραμε σ΄ αυτήν την επιστημονική διευρωπαϊκή ομάδα να επικρατήσει και διαδοθεί μεταξύ των αρχιτεκτόνων και των μηχανικών το σύνθημα: “Χρήση, σε ένα κτίριο, σε κάθε περιοχή του, εκάστοτε, εκείνου του δομικού υλικού που ταιριάζει και αποδίδει περισσότερο, χωρίς προκαταλήψεις και φόβο για τη συνεργασία, αλλά με προσοχή στη διασφάλιση του ορθού τρόπου εφαρμογής αυτής“. Πιστεύω ότι, κυρίως αυτό, ξανατονίζει το μήνυμα που φέρνει από το παρελθόν η Ελληνική λέξη “υπολογισμός“. Δηλαδή ότι η μαθηματική ποσοτικοποίηση οφείλει να βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία του, εκάστοτε, λογισμού, δηλαδή σχεδιασμού.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 267 | Μάιος 2022.