O Sir David Alan Chipperfield, CH, αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και ακτιβιστής, είναι ο νικητής του Βραβείου Pritzker 2023, κερδίζοντας την υψηλότερη διάκριση της αρχιτεκτονικής για το έργο ολόκληρης της ζωής του. Η δραστηριότητά του καλύπτει πάνω από τέσσερις δεκαετίες, περιλαμβάνοντας πλήθος διαφορετικών τυπολογιών σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου. Χωρίς να περιορίζεται μόνο στον τομέα του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού μερικών από τα σημαντικότερα σύγχρονα δημόσια κτίρια -ανάμεσα στα οποία σύντομα θα περιλαμβάνεται και η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας- ο David Chipperfield, μέσω του Ιδρύματος RIA, δραστηριοποιείται στον χώρο της συμβουλευτικής προετοιμασίας δημόσιων αρχιτεκτονικών διαγωνισμών στην αυτόνομη περιφέρεια της Γαλικίας στην Ισπανία, όπου κατοικεί. Η αποκλειστική συνέντευξή του στο ek magazine, μετά από πρόσκληση του Βραβείου Αρχιτεκτονικής Pritzker, έγινε στις 24 Μαΐου στην Αθήνα, λίγες ώρες πριν την τελετή απονομής στην Αρχαία Αγορά.
Σ.Μ.: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά μιας καλής προκήρυξης αρχιτεκτονικού διαγωνισμού; Τι δυνατότητες έχουν οι αρχιτέκτονες να διαμορφώσουν τις ερωτήσεις, προτού δώσουν τις απαντήσεις μέσω του σχεδιασμού; Τι νόημα έχουν οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί σήμερα και ποιο είναι το ιδανικό πλαίσιο της διεξαγωγής τους;
D.C.: Σε κάθε ανάθεση, ο πελάτης πρέπει να αναλαμβάνει τις ευθύνες του. Προχωρώντας σε μια ανάθεση ή σε έναν διαγωνισμό, κανείς δεν μπορεί να αποκηρύσσει την ευθύνη της σωστής διατύπωσης του ερωτήματος και της ιεράρχησης των προτεραιοτήτων. Επιπλέον, διατηρεί την ευθύνη να παρέχει στα άτομα προς τα οποία απευθύνεται η ερώτηση τις συνθήκες με τις οποίες μπορούν να δώσουν την απάντησή τους. Όμως η διαδικασία της ανάθεσης δεν είναι αρκετά καλά κατανοητή: Αν ο πελάτης πει “έχω ένα οικόπεδο και θέλω εκεί να χτίσω έναν ουρανοξύστη“, τότε ζητάει από τους αρχιτέκτονες να χτίσουν έναν ουρανοξύστη στο συγκεκριμένο οικόπεδο, ενώ αυτό μπορεί εξαρχής να μην ήταν και τόσο καλή ιδέα. Τώρα, ποιος έχει την ευθύνη; Οι αρχιτέκτονες που πρέπει να χτίσουν έναν ουρανοξύστη χωρίς να είναι σίγουροι ότι αυτό είναι το κατάλληλο μέρος, ή ο πελάτης που δεν έλαβε την απαραίτητη επαγγελματική πρόνοια ώστε να το αντιληφθεί αυτό;
Η φήμη των διαγωνισμών είναι ανάμικτη. Στην Ελβετία και, σε κάποιον βαθμό, στη Γερμανία, εάν ένας δημόσιος φορέας αποφασίσει τη διεξαγωγή ενός διαγωνισμού, συχνά αναθέτει πρώτα σε κάποιο αρχιτεκτονικό γραφείο να κάνει ένα «θεωρητικό» πρότζεκτ. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, οι αρχιτέκτονες που κάνουν τη μελέτη διαπιστώνουν ότι δεν είναι τόσο εύκολο να χτιστούν τόσα πολλά τετραγωνικά στο συγκεκριμένο οικόπεδο και ότι το σύστημα κυκλοφορίας που φανταζόταν αρχικά ο φορέας, δεν πρόκειται να δουλέψει.
Αυτό που πρέπει να θέλει ένας νέος αρχιτέκτονας είναι να μπορεί να κατασκευάσει ένα συγκρότημα κατοικιών, ή ένα ωραίο σχολικό κτίριο. Το πρόβλημα είναι ότι σε πολλές περιπτώσεις δεν γίνονται διαγωνισμοί για αυτά τα θέματα, με το δημόσιο σύστημα να μην λειτουργεί καλά. Αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε στη Γαλικία, με το Ίδρυμα RIA, είναι η αναζήτηση τρόπων ώστε να οικοδομήσουμε καλούς, αξιόπιστους διαγωνισμούς -επειδή αν δεν είναι αξιόπιστοι, οι αρχιτέκτονες δεν ασχολούνται στα σοβαρά και τότε αναλαμβάνουν τα εμπορικά γραφεία, τα οποία τους εξαντλούν. Επίσης, οι διαγωνισμοί πρέπει να απλώνονται σε διαφορετικές βαθμίδες. Αν, για παράδειγμα, ο διαγωνισμός αφορά σε ένα αεροδρόμιο, τότε νομίζω ότι ακόμα και το δικό μου γραφείο δεν θα έπρεπε να συμμετέχει μόνο του, χωρίς κάποια σύμπραξη. Είναι υπερβολικά πολύπλοκο θέμα. Θεωρώ ότι είναι λογικό κάποιοι διαγωνισμοί να διεξάγονται με προεπιλογή σε βάση προσόντων, αντί να είναι εντελώς ανοιχτοί και να περιορίζονται σε δεύτερη φάση σε μια βραχεία λίστα των 20. Κυρίως όμως πιστεύω ότι οι διαγωνισμοί δεν θα πρέπει να αφορούν μόνο σε “εμβληματικά“ έργα, επειδή ο κόσμος δεν μπορεί να χτίζεται μόνο μέσα από τέτοια έργα αλλά επίσης μέσα από καλές κατοικίες, καλά σχολεία…
Πολύ θα ήθελα ο ίδιος, ως νέος αρχιτέκτονας στη Βρετανία, να είχα την ίδια ευκαιρία να μάθω, όπως την είχαν κάποιοι από τους Ευρωπαίους συναδέλφους μου στην Ελβετία ή την Αυστρία. Εκεί, οι δικοί τους αρχιτέκτονες ηλικίας 35 ετών μπορούν να κάνουν μία ωραία επέκταση σε ένα σχολικό κτίριο ή έναν σταθμό λεωφορείων. Υπάρχουν εκατοντάδες διαγωνισμοί, οπότε πιστεύω ότι είναι σημαντικό να υπάρχει ένα σύστημα για αυτούς.
Σ.Μ.: Εννοείτε ότι τα εδραιωμένα γραφεία θα έπρεπε να απέχουν από αυτό το επίπεδο;
D.C.: Φυσικά. Θα το έκαναν έτσι κι αλλιώς. Και, σε πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, το σύστημα των διαγωνισμών είχε σίγουρα τα πάνω και τα κάτω του. Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 θα έλεγα ότι η Ισπανία είχε ένα πάρα πολύ καλό σύστημα, με αποτέλεσμα πολλοί νέοι αρχιτέκτονες να καταφέρνουν να κερδίζουν διαγωνισμούς, καθώς ήταν σε πολύ ευνοϊκότερη θέση για να το κάνουν. Για τους νέους, ήταν πολύ πιο σημαντικό να κερδίσουν. Μπορούσαν να διαχειριστούν την κλίμακα του έργου; Ναι. Είχαν την εμπειρία για να το κάνουν; Ναι. Είχαν την τεχνική επάρκεια; Ναι. Είχαν την ενέργεια; Εκατό τοις εκατό. Τα μεγαλύτερα γραφεία δεν είχαν τη διάθεση να επενδύσουν τόσο πολύ στο να κερδίσουν οπότε τα νεότερα βρίσκονταν σε σημαντικά πλεονεκτική θέση, εφόσον μπορούσαν να αποσαφηνίσουν τις ερωτήσεις στους κατάλληλους ανθρώπους.
Σ.Μ.: Ποιος είναι ο ρόλος των συλλογικών οργάνων των αρχιτεκτόνων σε αυτό το πλαίσιο; Στην καλύτερη περίπτωση, οι Σύλλογοι Αρχιτεκτόνων μπορούν να λειτουργήσουν ως σύμβουλοι των δημόσιων φορέων. Στη χειρότερη, παρακάμπτονται.
D.C.: Απολύτως. Το έχουμε μάθει αυτό. Στην Αγγλία, για παράδειγμα, η RIBA είναι απελπισία. Ασχολούνται με το μάρκετινγκ. Αυτό που αποφάσισαν 30 χρόνια πριν ήταν να αφοσιωθούν “στην προαγωγή της αρχιτεκτονικής“, με τον ίδιο τρόπο που γινόταν τότε μια καμπάνια σε ολόκληρη τη Βρετανία με στόχο ο πληθυσμός να μάθει να τρώει περισσότερα φρέσκα αυγά. Αυτό όμως που πρέπει πραγματικά να κάνει ένας Σύλλογος Αρχιτεκτόνων είναι να δημιουργεί το περιβάλλον που θα προστατεύει το επάγγελμα.
Αν γίνεται ένας διαγωνισμός, ο Σύλλογος θα πρέπει να εξετάζει την προκήρυξη και να αποφαίνεται ότι “η κριτική επιτροπή δεν έχει τα κατάλληλα προσόντα“. Στη Γερμανία, ας πούμε, σε ένα δημόσιο έργο, είναι υποχρεωτικό η κριτική επιτροπή να απαρτίζεται από περισσότερους ειδικούς και λιγότερους “απλούς πολίτες“ ή “προσωπικότητες“. Πρέπει να υπάρχει ένας αναγνωρισμένος επικεφαλής της επιτροπής. Όλα αυτά πρέπει να ανακοινώνονται πριν τη διεξαγωγή του διαγωνισμού. Ο δημόσιος τομέας λοιπόν έχει πράγματι καλύτερη κουλτούρα διαγωνισμών και, ακόμα κι αν και η Γερμανία πλέον κινείται προς διαφορετική κατεύθυνση, είναι ευθύνη του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων να επανακτήσει αυτό το έδαφος. Επίσης, μία βασική ευθύνη του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων είναι να θέτει αξιοπρεπείς αμοιβές στα βραβεία.
Η ιδέα να εγκαταλείψει η RIBA τα προτεινόμενα ύψη αμοιβών ήταν εντελώς παράλογη, επειδή αυτό σημαίνει ότι οι νέοι αρχιτέκτονες μπορούν να μειοδοτούν εις βάρος των μεγαλύτερων. Όταν είσαι νέος αρχιτέκτονας, το τελευταίο πράγμα που θέλεις είναι να κερδίσεις έναν διαγωνισμό χωρίς αμοιβή. Αν αναρωτηθείς “πρέπει να το κάνουμε;“ φυσικά και το κάνεις, τα δίνεις όλα. Έχεις ξοδέψει τρία χρόνια. Έχεις κάνει ένα ωραίο έργο, δεν έχεις βγάλει καθόλου λεφτά και είσαι εξαντλημένος. Αυτό δεν είναι καλό για ένα νέο γραφείο. Απλώς αφήνεις να σε εκμεταλλεύονται. Ενώ, ας πούμε, στην Ελβετία, αν κερδίσεις έναν καλό διαγωνισμό, η αμοιβή είναι επίσης καλή. Χτίζεις το έργο, αρέσει σε όλους. Έχεις λεφτά στην τράπεζα. Επενδύεις τα λεφτά στο γραφείο σου. Μπορείς να ανέβεις κατηγορία; Ένα αρχιτεκτονικό έργο δεν πρέπει να θεωρείται ως λαχείο. Μπορεί να έρθει κάποιος και να σου πει “ήσουν τόσο τυχερός που κέρδισες“. Ναι, αλλά όχι αν έχεις “πεθάνει“ στην πορεία.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο τεύχος ek 279 | Ιούλιος – Αύγουστος 2023.