Οι Spaceworkers, που ιδρύθηκαν από τους αρχιτέκτονες Henrique Marques Rui Dinis και την οικονομική διευθύντρια, Carla Duarte με έδρα την πόλη Paredes στη βόρεια Πορτογαλία, ερευνούν νέα παραδείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής με στόχο την ανάδειξη της στενής σχέσης ανάμεσα στη μορφή και το συναίσθημα. Το έργο τους αντανακλά την πραγματιστική τους προσέγγιση και το κριτικό πνεύμα μέσα από το οποίο ερμηνεύουν το πλαίσιο κάθε μελέτης, ενώ η συνεργασία τους με κάθε πελάτη οδηγεί σε έναν νέο τρόπο αντιμετώπισης και αντίληψης του χώρου, στην αισθητηριακή του διάσταση.
Σ.Μ: Ποια παραδείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής θεωρείτε ότι πραγματοποιούν καινοτομίες, ειδικά όταν στο έργο σας συχνά διαπραγματεύεστε επεμβάσεις σε ιστορικά κελύφη;
SW: Η καινοτομία στην αρχιτεκτονική ή το τι κάνει ένα κτίριο να είναι καινοτόμο, παραμένει θέμα μεγάλης συζήτησης. Θεωρούμε ότι η πραγματική καινοτομία στο πεδίο της αρχιτεκτονικής έχει να κάνει με τον τρόπο που χτίζουμε, δηλαδή υλοποιούμε. Όχι τόσο με τον σχεδιασμό, ο οποίος έρχεται πάντοτε ως απάντηση σε εντελώς απρόβλεπτα και ετερόκλητα προβλήματα. Δεν θα επιλέγαμε παραδείγματα σύγχρονης αρχιτεκτονικής αλλά μια ολόκληρη περίοδο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής: τον Μοντερνισμό. Κατά τη γνώμη μας, ο Μοντερνισμός είναι κρίσιμη περίοδος ακριβώς επειδή άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο η αρχιτεκτονική υλοποιείται.
Σ.Μ: Είστε και οι δύο απόφοιτοι ενός ιδιωτικού πανεπιστημίου και επιλέξατε να παραμείνετε στην πόλη της καταγωγής σας για να αποκτήσετε την επαγγελματική σας έδρα. Αυτή η συνθήκη, δημιούργησε για εσάς κάποια “απόσταση” από τους εδραιωμένους αρχιτέκτονες στην Πορτογαλία; Πώς φαίνεται αυτό στη δουλειά σας;
SW: Πιστεύουμε ότι τα χρόνια των σπουδών μας δεν είχαν το “βάρος” αυτών των εδραιωμένων αρχιτεκτόνων, αν και ήταν παρόντες καθ’ όλη τη διάρκειά τους, με άλλους τρόπους. Δεν αισθανθήκαμε ότι κάποιος μας τους επέβαλε ως πρότυπο προς μίμηση και τελικά αυτό ήταν ευεργετικό στη διαδρομή μας ως νέοι αρχιτέκτονες. Είχαμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε άλλες προσεγγίσεις, σε διαφορετικό πλαίσιο και έτσι εξακολουθούμε να κάνουμε αρχιτεκτονική μέχρι σήμερα. Το γεγονός ότι η βάση μας είναι η πόλη όπου μεγαλώσαμε -την οποία δεν αφήσαμε ούτε όσο σπουδάζαμε στο γειτονικό Πόρτο- μας οδήγησε σε μια κριτική ματιά. Ξεκινήσαμε με την επιθυμία να μεταμορφώσουμε την περιοχή, δίνοντας στον τοπικό πληθυσμό την ευκαιρία να αντιληφθεί τη σημασία της αρχιτεκτονικής σε αυτόν τον μετασχηματισμό.
Σ.Μ: Γιατί δείχνετε τέτοια προτίμηση στο ανεπίχριστο μπετόν στα έργα σας; Δεν σας δυσκολεύουν οι νέοι οικοδομικοί κανονισμοί που προκρίνουν πιο οικολογικά υλικά;
SW: Μας αρέσει πολύ η εμφάνιση και η πλαστικότητα του εμφανούς μπετόν. Αυτό όμως δεν πέρασε στη δουλειά μας ως προσωπική προτίμηση αλλά περισσότερο ως συνέπεια άλλων παραγόντων. Μπορεί να μοιάζει περίεργο, όμως η επιλογή του μπετόν ήρθε σχεδόν αποκλειστικά ως αποτέλεσμα στατικών και οικονομικών αναγκών, σε συνδυασμό με την κατασκευαστική τεχνογνωσία στην περιοχή μας. Τα πρώτα μας έργα ήταν στην Paredes και τα περίχωρά της, όπου οι προωθημένες τεχνικές, έξω από τη συμβατική κατασκευή, ήταν απρόβλεπτες και ιδιαίτερα ακριβές. Ήταν πολύ ευκολότερο να βρούμε ένα συνεργείο που να μπορεί να χτίσει με μπετόν και, δεδομένου ότι από την άποψη της στατικής επάρκειας ήταν η πιο οικονομικά ισορροπημένη λύση, εκμεταλλευτήκαμε τις αισθητικές ποιότητες του υλικού, κάνοντας οικονομία στα επιχρίσματα και τη συντήρηση. Επιπλέον -όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει αυτό- η επιλογή του μπετόν οδήγησε σε μειωμένο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, επειδή τα πάντα κατασκευάζονταν επί τόπου στο εργοτάξιο, με τοπικά συνεργεία, καλούπια από τοπική ξυλεία και τοπικά αδρανή.
Αν και η ίδια η παραγωγή του μπετόν δεν είναι οικολογική διαδικασία από μόνη της, η κατασκευή στο σύνολό της, δεδομένου ότι στηρίζεται στην τοπική τεχνογνωσία, είχε αυξημένη βιωσιμότητα, αξιοποιώντας τους ενδογενείς πόρους της περιοχής. Έδωσε, δηλαδή, ώθηση σε μια τοπική οικολογία, ειδικά μέσα στο πλαίσιο της κρίσης του κατασκευαστικού τομέα η οποία συνέπεσε με την έναρξη της δραστηριότητάς μας. Μετά τα πρώτα μας έργα, το μπετόν έγινε ένα είδος προσωπικής μας ταυτότητας, προσελκύοντας πελάτες που έρχονταν σε μας ζητώντας έργα μεκυρίαρχο αυτό το υλικό. Η προσπάθειά μας να μειώσουμε το οικολογικό αποτύπωμα του μπετόν στο ελάχιστο έχει ακόμα πολλές προοπτικές για να εξελιχθεί, με τη χρήση ανακυκλωμένων αδρανών και πρόσθετων που καθαρίζουν τον άνθρακα, καθώς και με ανακυκλωμένο χάλυβα, που βελτιστοποιεί την επίδοση του κατασκευαστικού συστήματος χωρίς υψηλό επιπρόσθετο κόστος. Το μπετόν δεν μπορεί να θεωρείται ως “το ασχημόπαπο” της βιωσιμότητας. Υπάρχουν ακόμα μεγάλα περιθώρια βελτίωσης και πρέπει να εξετάσουμε πολλές επιπλέον εναλλακτικές.
Διαβάστε την πλήρη συνέντευξη στο ετήσιο τεύχος Villas 2022.