Η συντακτική ομάδα του ek magazine συγκέντρωσε δέκα αρχιτεκτονικά έργα, που έχουν παρουσιαστεί τόσο σε προηγούμενα έντυπα τεύχη όσο και στην ιστοσελίδα του περιοδικού. Τα έργα αυτά ξεχωρίζουν για τον εξαιρετικό τους σχεδιασμό με κύρια υλικά την πέτρα και το μάρμαρο.
Το One Kleomenous αποτελεί μια ιδιαίτερη προσέγγιση στο σχεδιασμό κατοικίας. Τεχνικές υψηλής τεχνολογίας χρησιμοποιήθηκαν τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην υλοποίηση, έτσι ώστε να επιτευχθεί ένα αποτέλεσμα που συνδυάζει την υψηλή αισθητική με τη λειτουργικότητα.
Η θέση του οικοπέδου στα όρια του πυκνού οικιστικού ιστού της πόλης με το φυσικό περιβάλλοντα χώρο του λόφου του Λυκαβηττού, δημιούργησε το πλαίσιο μέσα στο οποίο όφειλε να κινηθεί η μελέτη. Το κτίριο σχεδιάστηκε έτσι ώστε να αρθρώνεται τόσο με το τεχνητό περιβάλλον, με τα μοντερνιστικά αστικά μέτωπα της περιοχής, με τα υλικά και τις μορφές τους, όσο και με τη φυσική υλικότητα του τοπίου, με το έδαφος και τη βλάστηση. Να είναι λειτουργικά και κατασκευαστικά σύγχρονο και ταυτόχρονα να αφομοιώνεται από το περιβάλλον. Η μελέτη επέλεξε λοιπόν μια υβριδική σχεδιαστική γλώσσα, για να εκφράσει μια καινοτόμο κτιριακή τυπολογία.
“… Το να κτίζεις κτίρια για να ζουν άνθρωποι δεν είναι εύκολη υπόθεση…”, γράφει ο Άρης Κωνσταντινίδης. “… Η επιθυμία του αρχιτέκτονα πρέπει να ακουμπάει στο δίκιο του τοπίου. Αναφέρομαι σε μια αρχιτεκτονική που φυτρώνει μέσα από ένα χώμα συγκεκριμένο, ενώ δέχεται τον διαφορετικό ήλιο του κάθε κλίματος για να αναπτυχθεί. Ο αρχιτέκτονας είναι ένας ποιητής που λέξεις έχει την πέτρα, το ξύλο, το μέταλλο, ένας ποιητής των υλικών του Τόπου στον οποίο κτίζει…”.
Στις Villas in Olive Grove, η σχεδόν “εξ επαφής” απόσταση από την οριογραμμή της ακτής εγκαθιστά ένα σύνολο νοηματικών και οπτικών σχέσεων που συνιστούν τον κύριο παράγοντα γέννησης του αρχιτεκτονικού χώρου. Εννοιολογικά η “ηθική” του σχεδιασμού προκύπτει από το “habitus”, δηλαδή τις “συνήθειες”, σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, με την ατμόσφαιρα της διαβίωσης, δεν απευθύνεται άμεσα στο κτίριο/κατασκευή, αλλά κυρίως στο βίωμα που αυτό προκαλεί. Η αφήγηση που επινοήθηκε -δεν είναι απλά μια ειδυλλιακή, εικονογραφική μεταφορά, αλλά μια διαρκής διάδραση που προτρέπει τον χρήστη να αφουγκραστεί την συνομιλία του Τόπου -την απανταχού παρούσα θάλασσα της Μεσσηνίας στην συγκεκριμένη περίπτωση- με τον σύγχρονο τρόπο κατοίκησης. Ο διάλογος αυτός, όπως εκφράζεται χωρικά, διαθέτει υλικότητα, πυκνότητα, βαρύτητα, θερμοκρασία και ακουστική ποιότητα, στοιχεία που δεν έχουν να κάνουν με αφηρημένες έννοιες αλλά με μια εμπεριστατωμένη εμπειρία.
Το Milos Cove, ένα σύγχρονο inception resort πέντε αστέρων, στέκει απομονωμένο από τη θορυβώδη ζωή ενός κυκλαδικού νησιού, στη θέση Αγκάλη, στο βορειοανατολικό τμήμα της Μήλου, εκεί όπου η αρχαιολογική σκαπάνη ανέδειξε το μεγαλύτερο προϊστορικό λαξευτήριο εργαλείων από οψιδιανό στον ευρωπαϊκό χώρο. Όριό του είναι η απεραντοσύνη του Αιγαίου, αφού την ατενίζει ακροβολισμένο στην κόψη ενός απόκρημνου υψώματος, δεκάδες μέτρα πάνω από το επίπεδο της θάλασσας.
Εκεί, στη σκιά των βράχων του ιδιαίτερου, σε υφές και χρώματα, ηφαιστειογενούς ανάγλυφου της Μήλου, σε έναν τόπο που αντανακλά σιωπηλά αλλά έντονα το μυστηριακό, το Milos Cove αποπειράται να μην ανταγωνιστεί τη μεγαλοπρέπεια του τοπίου, αλλά να επιτρέψει σε αυτό να εισχωρήσει μέσα του. Το συγκρότημα αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με τρόπο μυθικό, κινηματογραφικό. Ο δρόμος, δύσβατος και κατηφορικός, οδηγεί ανάμεσα σε αρχαίους βράχους που στέκουν εκεί σιωπηλά, σαν προαιώνιοι φύλακες του τόπου. Εν τέλει, καδράρει επιβλητικά την πρώτη όψη του κτιρίου από ψηλά.
Το έργο αφορά στη δημιουργία ενός σύγχρονου πολυχώρου ευεξίας που οργανώνεται σε δύο επίπεδα. Στόχος της πρότασης είναι η άρθρωση διαφορετικών χρήσεων σε μια ενιαία αρχιτεκτονική εμπειρία μέσω της ροϊκής διαμόρφωσης του εσωτερικού, που εκφράζεται με την αλληλεπίδραση των υλικών στοιχείων και του φωτός.
Η είσοδος γίνεται σε χώρο διπλού ύψους με κρεμαστά φωτιστικά, όπου μια ημικυκλική καμπύλη επιφάνεια από πολυκαρβονικά φύλλα υποδεικνύει την κατεύθυνση προς το εσωτερικό. Στην περιοχή του καταστήματος, οι επιμήκεις πάγκοι, τα γραμμικά φωτιστικά στην οροφή και τα ράφια που τρέχουν σε όλο το μήκος του τοίχου, ενισχύουν την οριζοντιότητα, προσδίδοντας κίνηση και βάθος. Στο τέλος της αίθουσας ο χώρος πλαταίνει μέσω μιας ακόμη καμπύλης, για να περιλάβει το καθιστικό και την κουζίνα. Εκεί, το φυσικό φως εισέρχεται. μέσα από φεγγίτες στην επικλινή μεταλλική στέγη, ενώ μια κολώνα επενδυμένη με καθρέπτη διαταράσσει ελαφρώς το οπτικό πεδίο, ώστε να εξασφαλιστεί η εντύπωση της χωρικής συνέχειας.
Ο εμβληματικός ελληνικός οίκος μόδας Parthenis ιδρύθηκε το 1970, όταν ο Δημήτρης Παρθένης άνοιξε το πρώτο του κατάστημα στην Αθήνα. Το 1978 ακολούθησε η μπουτίκ στη Μύκονο, η οποία ήταν πηγή έμπνευσης όσο και εφαλτήριο για διεθνή φήμη. Τα μινιμαλιστικά, μονοχρωματικά σχέδια του οίκου είχαν παγκόσμια αναγνώριση για τη διαχρονική τους κομψότητα, την υψηλή τους ποιότητα και τα κολακευτικά τους περιγράμματα. Με επικεφαλής την Ορσαλία Παρθένη, κόρη του ιδρυτή, ο οίκος συνεχίζει την ισχυρή διεθνή του παρουσία στον κόσμο της μόδας και του design.
Το κατάστημα της Μυκόνου μετατρέπεται σε πολυχώρο, όπου οι επισκέπτες μπορούν να αποκτήσουν κλασικά κομμάτια του οίκου και να χαλαρώσουν με ένα ποτό ή ελαφρύ γεύμα, όπου έμπνευση είναι ο αυθεντικός τρόπος ζωής των Κυκλάδων. Δίπλα στους φημισμένους ανεμόμυλους του νησιού, το café απλώνεται σε μία αυλή με θέα τη Μικρή Βενετία και το διάσημο ηλιοβασίλεμά της.
Τεύχος ek: 292 | Νοέμβριος 2024
Χτισμένο στην πλαγιά του λόφου πάνω από την παραλία Βουρνή, το ξενοδοχείο είναι μια αρχιτεκτονική παρέμβαση βαθιά ριζωμένη στο τοπικό περιβάλλον, που αναδύεται φυσικά από τη γη και αναπτύσσει έναν διαρκή διάλογο μαζί της.
Ο σχεδιασμός σέβεται και ενισχύει τη μοναδική ομορφιά του νησιού, δημιουργώντας μια απρόσκοπτη συνέχεια ανάμεσα στο δομημένο και το φυσικό περιβάλλον. Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο πλαίσιο του έργου, οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν τα ερείπια ενός πύργου από την κλασική αρχαιότητα που ανεγέρθηκε περίπου την ίδια εποχή με τον Παρθενώνα, ενώ λίγο πιο ψηλά στην πλαγιά διατηρούνται υπολείμματα ενός κελιού από την ύστερη Βυζαντινή περίοδο και διάσπαρτες κατασκευές από την Οθωμανική εποχή. Τα ευρήματα αποκαλύπτουν ένα πλούσιο μωσαϊκό ιστορίας, με χιλιάδες χρόνια χαραγμένα στους βράχους της πλαγιάς.
Σήμερα, το Odera προσθέτει το δικό του στίγμα σε αυτό το ιστορικό τοπίο. Η μορφολογία του κτιρίου αντανακλά την αρμονία του αρχαιοελληνικού κλασικισμού και τη στιβαρότητα της βυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Η απλότητα και η λιτότητα των όγκων, εμπνευσμένη από την παράδοση των Κυκλάδων, σε συνδυασμό με τη χρήση τοπικών υλικών και μορφολογιών, διασφαλίζει ότι το resort ενσωματώνεται αρμονικά στο φυσικό και χτισμένο περιβάλλον του.
Το εξοχικό καταφύγιο για μία εκτεταμένη οικογένεια με μέλη διαφορετικής ηλικίας, είναι χτισμένο στο απόμακρο, ορεινό τοπίο της Μάνης. Το οικόπεδο βρίσκεται σε μία ψηλή πλαγιά και απολαμβάνει εντυπωσιακή θέα προς τη θάλασσα και τον οικισμό που απλώνεται χαμηλότερα.
Στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένας χώρος όπου να μπορεί να συγκεντρώνεται ολόκληρη η οικογένεια, αφήνοντας όμως σε κάθε μέλος της τη δυνατότητα να απομονώνεται μέσα στο συγκρότημα. Εξαιτίας της απομακρυσμένης τοποθεσίας, η ασφάλεια ήταν σημαντικός παράγοντας στον σχεδιασμό. Επίσης, επιθυμία της οικογένειας ήταν να δημιουργηθεί ένα δωμάτιο διαλογισμού, καθώς τα μέλη της είναι Βουδιστές. Έτσι, η ιδέα για το κτίριο είχε ως αναφορά τα πολλά μοναστήρια που βρίσκονται στην Ελλάδα.
Ένα περιτειχισμένο συγκρότημα με ανεξάρτητες ενότητες στο εσωτερικό του, το οποίο προσφέρει στους κατοίκους του τον απαραίτητο ιδιωτικό χώρο, όσο και το αίσθημα ασφάλειας. Το εσωτερικό σχεδιάστηκε ώστε να προσφέρει μια ανοιχτή αίσθηση που έρχεται σε απροσδόκητη αντίθεση με τον εξωτερικό τοίχο. Κάθε επιμέρους ενότητα έχει πρόσβαση μόνο μέσα από υπαίθριες διαδρομές. Η καρδιά του συγκροτήματος είναι μία κλιμακωτή αυλή που ορίζεται από τα επιμέρους κτίρια και μία πισίνα στο χαμηλότερο επίπεδο, από όπου ανοίγονται θέες προς τη θάλασσα και το τοπίο χωρίς να χάνεται η εντύπωση του περίκλειστου χώρου.
Ζώντας μέσα στην ταχεία αστική ανάπτυξη της Μπανγκόκ, με τα ψηλά κτίρια και τον διαρκώς αυξανόμενο πληθυσμό, προβάλλει η ερώτηση: Πώς μπορούμε να προσαρμοστούμε ώστε να ζούμε με ηρεμία και ιδιωτικότητα μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον σε διαδικασία τόσο ραγδαίας αλλαγής; Επίσης, πώς μπορούμε να απολαμβάνουμε τα πλεονεκτήματα της φύσης χωρίς να χάνουμε τις ανέσεις που παρέχει η mega-city;
Το έργο προτείνει μια εναλλακτική λύση που συμβιβάζει το πρόβλημα, σχεδιάζοντας το συγκρότημα κτιρίων και γραφείων “THE Haute”, έναν αυτόνομο οργανισμό κατοικίας και εργασίας, ως ιδέα για τη νέα γενιά αστικής ανάπτυξης στην Ταϊλάνδη. Η σύνθεση του κτιρίου ξεκινά από την απλή ιδέα των στοιβαγμένων όγκων, ως “κουτιά” από μαύρη πέτρα και αλουμίνιο. Τα δύο “κουτιά” στεγάζουν τις δύο κύριες λειτουργίες, κατοικία και εργασία. Τα ανοιγόμενα παράθυρα σχεδιάζονται ώστε να μην βλέπουν το ένα το άλλο, για λόγους ιδιωτικότητας.
Το κτίριο, που ακουμπά στην πλαγιά του λόφου και προσαρμόζεται στις τοπογραφικές καμπύλες, ακολουθώντας τη μορφολογία του εδάφους, βρίσκεται στη θέση Λουριά, στο νότιο τμήμα της Πάρου. Το οικόπεδο έχει νοτιοδυτικό προσανατολισμό στη μεγάλη πλευρά, με θέα προς τη θάλασσα, τον κόλπο της Αλυκής και την Αντίπαρο.
Η είσοδος βρίσκεται στη βόρεια πλευρά του οικοπέδου και το υψηλότερο σημείο λειτουργεί σαν πύλη στην κατοικία. Όλα κρύβονται πίσω από έναν άσπρο τοίχο με ελάχιστα ανοίγματα, ο οποίος υποδέχεται τον επισκέπτη αποκρύβοντας την εσωτερική διάταξη, καθώς και τις μπροστινές αυλές. Η σύνθεση λειτουργεί με σχεδιαστικά και λειτουργικά δίπολα: Κρυμμένοι χώροι και εκτεθειμένοι στο μάτι του επισκέπτη, προστατευμένες αυλές με καθιστικά και αυλές ανοιχτές στη θέα, εσωτερική κλειστή διαδρομή και πορεία ανάμεσα στα κατώφλια, κλειστή είσοδος και ανοιχτή πορεία, κατοίκηση στο τοπίο και αιώρηση των όγκων στη δύση. Μεγάλοι εγκάρσιοι τοίχοι διεισδύουν στην πλαγιά έχοντας ως γενέτειρα την κατοικία. Οι τοίχοι αυτοί διαμορφώνουν τις πίσω αυλές και δίνουν συνέχεια στο εσωτερικό του σπιτιού προς το τοπίο.
Η αρχιτεκτονική του μικρού συγκροτήματος εμπνέεται από τα ξεμόνια, τους λιτούς, λιθόκτιστους, αυστηρά γεωμετρικούς πύργους ή τα μικρά οικιστικά σύνολα με αμυντικό και συχνά πολεμικό χαρακτήρα, που έστεκαν μοναχικά στο τραχύ τοπίο της Μάνης, λειτουργώντας ως παρατηρητήρια ή καταφύγια. Από μακριά τα ξεμόνια μοιάζουν να είναι αναπόσπαστο στοιχείο του τόπου, σαν μονολιθικές εξάρσεις του εδάφους.
Η σύνθεση αποτελείται από δύο σύγχρονα πυργόσπιτα που βρίσκονται σε άμεση σχέση με το φυσικό ανάγλυφο, στα πρότυπα της παραδοσιακής μανιάτικης αρχιτεκτονικής. Οι δύο κατοικίες δεν αναπτύσσονται ανεξάρτητα μέσα στο οικόπεδο αλλά ως ένα αδιάσπαστο, οργανικό σύνολο, δίνοντας μια μοντέρνα επανερμηνεία των παραδοσιακών ξεμονιών. Οι μονόλιθοι οργανώνονται βάσει μιας αδρής χάραξης, μιας δυναμικής τεθλασμένης γραμμής που οριοθετεί αυστηρά τις θέσεις, τις εισόδους, τους χώρους στάθμευσης και τον περιβάλλοντα χώρο τους. Η πέτρινη μάζα τους συμμετέχει αποφασιστικά, δομικά και σχεδιαστικά στη διαμόρφωση των υψομετρικών διαβαθμίσεων και των ζωνών που αποτελούν τους χώρους διημέρευσης. Η σύνθεση ολοκληρώνεται με δυο δυναμικές εξάρσεις που εκφράζονται με τη μορφή πύργων που στέκονται να εποπτεύουν τον Μεσσηνιακό κόλπο.