«Αγορά» (στα αρχαία Ελληνικά: ἀγορά, από το ἀγείρω=μαζεύω, συγκεντρώνω) είναι ο όρος που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες για να περιγράψουν την κεντρική πλατεία της «πόλεως»: ένας τόπος με πολιτική, νομική, θρησκευτική και οικονομική σημασία. Αυτή ήταν και η βασική αναφορά στον σχεδιασμό ενός σύγχρονου εργασιακού περιβάλλοντος για δικηγόρους, η οποία γίνεται μια ερμηνεία του κλασικισμού στη σημερινή εποχή. Ο χώρος θεωρείται ως αρχετυπικός, κανονιστικός και απόλυτος, όπως ο τόπος της αγοράς, ο οποίος ήταν από τους πρώτους χώρους που ήταν αφιερωμένοι / σχετισμένοι με τη νομοθεσία στην αρχαία Ελλάδα.
Οι γεωμετρίες, που θεωρούνται ως αιώνιες και ως κληρονομιά της συλλογικής μας μνήμης, γίνονται εφήμερες / παροδικές, ελαφριές και ειρωνικές. Η σκηνογραφία πραγματοποιείται / συντίθεται με όγκους από διογκωμένη πολυουρεθάνη, επενδεδυμένους με λακαριστά φύλλα, ενώ η οριοθέτησή τους γίνεται με μεταλλικές κατασκευές: μια επίπλωση που γίνεται εικόνα, σε μια εποχή αμφιβολίας. Το χρώμα καλύπτει σχεδόν ολόκληρο τον χώρο και την επίπλωση, προκαλώντας μια εντύπωση εξωπραγματική και αφύσικη. Η μονοχρωμία έρχεται σε άμεσο διάλογο με το σχήμα, το υλικό, το φως και τις διαστάσεις, στήνοντας έναν πλαστικό «ψευδοχώρο». Κατασκευάζει ένα σχεδόν αστικό τοπίο, στατικό και μεταφυσικό: μια άδεια πλατεία, ίχνη ενός αρχαϊκού παρελθόντος, ένα αρχιτεκτονικό σενάριο που μοιάζει με ονειροπόληση στα μάτια του θεατή. Τα βιβλία γίνονται ζωγραφική και διακόσμηση, μια μετάφραση της σύγχρονης, άυλης και ψηφιακής ζωής, προσδίδοντας μια αίσθηση κενού στο τοπίο της κατοίκησης.