Η ισόγεια στοά βρίσκεται στο κέντρο του Πειραιά, ένα τετράγωνο μακριά από το Δημοτικό Θέατρο, σε μία περιοχή με αρκετά πυκνοδομημένο ιστό και με μόνη πρόσβαση την είσοδο από την οδό Τσαμαδού. Η στοά αποτελεί την είσοδο σ’ ένα μέγαρο του 1950, ένα κτίριο χαρακτηριστικής τυπολογίας εκείνης της περιόδου, με καταστήματα και αναψυκτήρια στο ισόγειο. Βασική πρόκληση ήταν η ένταξη της στοάς στον δημόσιο χώρο της περιοχής, καθιστώντας φιλόξενο για τον περιπατητή έναν στενό, ψηλό και αρχικά σκοτεινό επιμήκη χώρο.
Η έννοια της επανάληψης χρησιμοποιήθηκε ως βασικό στοιχείο της σύνθεσης για να εξυπηρετήσει την οπτική διεύρυνση του χώρου, έτσι ώστε μέσω της χρήσης των πολλαπλών καθρεφτών να διευρυνθεί οπτικά η στενή στοά των μόλις 2.80 μ. πλάτους και να πολλαπλασιαστεί το υπάρχον φυσικό και τεχνητό φως. Η γεωμορφολογία του εμπορικού λιμανιού αναδεικνύεται μέσω της επιτοίχιας γλυπτικής σύνθεσης που παραπέμπει στα στοιβαγμένα containers, ενώ η μεταλλική κατασκευή που ίπταται πάνω από τον χώρο και φέρει μέρος του φωτισμού της στοάς, αναφέρεται στους μεταλλικούς ανυψωτικούς γερανούς των λιμανιών.
Το παλιό μωσαϊκό δάπεδο διατηρήθηκε στον σχεδιασμό ως το στοιχείο που συνδέει το παρελθόν και το παρόν της στοάς, καθώς αποτελεί αναγνωρίσιμο στοιχείο στις παλιές στοές της Αθήνας και του Πειραιά. Οι διαγώνιες λωρίδες του δαπέδου επεκτάθηκαν και στους τοίχους μέσω της επιτοίχιας γλυπτικής κατασκευής αλλά και των συνθέσεων με φωτογραφίες από το παρόν και το παρελθόν του λιμανιού και της πόλης του Πειραιά.
Ίλια Ντετσάβες, Ηλέκτρα Κοντορούπη