Μετά την «παραθαλάσσια Βιβλιοθήκη» και το «παραθαλάσσιο παρεκκλήσι», το εστιατόριο «Y Sea» συμπληρώνει την τριλογία των Vector Architects στην κοινότητα Aranya. Το εστιατόριο βρίσκεται ακριβώς πίσω από τη βιβλιοθήκη, πάνω στην παραλία. Ο σχεδιασμός είχε ως αφετηρία τη συνύπαρξη με τον ισχυρό όγκο της βιβλιοθήκης, η οποία είναι πνευματικός τόπος με ισχυρά όρια. Τα στοιχεία της φύσης, όπως ο αέρας, το φως και η θέα, καθορίζονται και σχηματοποιούνται σε έναν χώρο όπου οι επισκέπτες μπορούν να βλέπουν τη θάλασσα ενώ βρίσκονται στο εσωτερικό της βαθμιδωτής βιβλιοθήκης. Όσο για το εστιατόριο, καθιερώνεται μια πιο διαπερατή και χαλαρή καθημερινή ατμόσφαιρα. Αντί η θέα της θάλασσας να γίνεται το επίκεντρο της προσοχής, όπως στη βιβλιοθήκη, γίνεται απλό φόντο στο εστιατόριο. Οι άνθρωποι θα βλέπουν τι συμβαίνει στη θάλασσα τρώγοντας και ρίχνοντας κλεφτές ματιές.
Μέσα στο κατακερματισμένο όριο του χώρου με τις πολλές αυλές, βρίσκονται ψηλά δέντρα. Η αρχιτεκτονική γίνεται ένα μη-κατευθυντικό στέγαστρο που αιωρείται πάνω από το κυματιστό τοπίο. Από την κορυφή μέχρι τη βάση, τα φυλλώματα των δέντρων, η οροφή και ο χώρος φαγητού στο ισόγειο γίνονται διαδοχικά οι τρεις βασικές περιοχές της τομής. Τα κλαδιά των δέντρων κουνιούνται με τον θαλασσινό αέρα και ρίχνουν τη σκιά τους μέσα από τις φωτιστικές οπές της οροφής πάνω στους τοίχους και το δάπεδο. Ο χώρος εστίασης ζωντανεύει με τις εναλλαγές του φωτός και της σκιάς, καλλιεργώντας μία νέα σχέση ανάμεσα στον χώρο και τη φύση. Οι εσωτερικές φυτεμένες αυλές φέρνουν φυσικό φωτισμό και αερισμό σε όλο το βάθος του εστιατορίου και αγκυρώνουν τον χώρο σαν γάντζοι. Οι αυλές, ταυτοχρόνως, ενώνουν και διαχωρίζουν τις γύρω περιοχές. Οι τοίχοι τους, από ανεπίχριστο σκυρόδεμα σε όλο τους το ύψος, στηρίζουν ολόκληρο το οικοδόμημα, στο οποίο περιλαμβάνονται μεγάλοι πρόβολοι που εδράζονται πάνω σε υποστυλώματα διαμέτρου μόλις 12cm. Έτσι, τα λεπτά χαλύβδινα στοιχεία, που προσομοιάζουν με τους κορμούς των δέντρων στο περιβάλλον, χάνονται μέσα στο δάσος.
Δεν υπάρχει προσχεδιασμένη κύρια είσοδος για το εστιατόριο. Αντίθετα, διαφανή συρόμενα υαλοπετάσματα βρίσκονται σε ολόκληρη την περίμετρο και, όταν ανοίγουν, εξαφανίζουν εντελώς το όριο ανάμεσα στο μέσα και στο έξω οπότε το κτίριο μετατρέπεται σε «περίπτερο». Οι επισκέπτες μπορούν να προσεγγίσουν τον χώρο από κάθε κατεύθυνση. Πρώτα βρίσκονται σε έναν μεταβατικό χώρο με χαμηλή οροφή και μετά προοδευτικά προχωρούν προς τον κυρίως χώρο εστίασης κάτω από μία ανασηκωμένη οροφή, διαφώτιστη από ψηλά μέσα από ανοίγματα. Ο πλευρικός φωτισμός μειώνεται συνειδητά με τον έλεγχο του ύψους των προβόλων, ώστε να δημιουργείται η ατμόσφαιρα ότι βρίσκεται κανείς κάτω από ένα αιωρούμενο «σύννεφο», ως αποτέλεσμα του φιλτραρισμένου φωτός που έρχεται μέσα από τα φατνώματα. Αυτά, μειώνουν τις απαιτήσεις για ευθυγραμμισμένα φέροντα στοιχεία και ελαχιστοποιούν τον αριθμό των φερόντων τοίχων, ώστε να επιτυγχάνεται η κλιμακωτή ρευστότητα της κάτοψης.
Κάθε τύπος αρχιτεκτονικής μπορεί να αναφέρεται είτε σε έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής, είτε στη συναισθηματική του έκφραση. Οι διαφορετικοί αυτοί δημόσιοι χώροι αποκτούν νόημα έξω από το καθημερινό. Οι ανάγκες των επισκεπτών τούς δίνουν σχήμα ενώ, με τη σειρά τους, οι χώροι επηρεάζουν τις ζωές τους. Το φως, ο αέρας και η θέα είναι διαδρομές προσέγγισης της φύσης. Φέρνουν τους ανθρώπους σε επαφή με τον εξωτερικό κόσμο και, τελικά, ένας χώρος καθημερινής χρήσης αποκτά πνευματική διάσταση.