Στις παρυφές του χωριού Casamaccioli, ο ξενώνας “a Casa Vanella” φωλιάζει μέσα σε ένα φυσικό τοπίο στην καρδιά της Κορσικής, μπροστά από τρεις σημαντικές ορεινές κορυφές: το Monte Cinto, την Paglia Orba και την Cima a i Mori.
Το λειτουργικό πρόγραμμα αφορούσε στον σχεδιασμό κοινόχρηστων χώρων, μιας τραπεζαρίας και χώρων χαλάρωσης, ως επέκταση της κυρίως κατοικίας όπου βρίσκονται τα υπνοδωμάτια των επισκεπτών. Η ιδέα ήταν να διατηρηθεί η επέκταση σε απόσταση από το σπίτι και να τοποθετηθεί στο πίσω μέρος του οικοπέδου με πλάτη έναν αναλημματικό τοίχο, ανάμεσα στο χωριό και τα βουνά. Η επέκταση τοποθετήθηκε πίσω από την “casone” (την οικογενειακή κατοικία), που βρίσκεται στο κέντρο του οικοπέδου. Οι αρχιτέκτονες θέλησαν να εντάξουν το νέο κτίσμα χωρίς να επιβάλλουν κάποια μεγάλη χειρονομία. Απεναντίας, σκοπός τους ήταν να τονίσουν τις ιδιαιτερότητες της ίδιας της σύνθεσης.
Εκτεθειμένη στο δυτικό φως, η Casa Vanella βρίσκεται μέσα σε ένα μοναδικό, άχρονο τοπίο. Μάντρες από γρανίτη και σχιστόλιθο οριοθετούν τις ιδιοκτησίες, οι οποίες είναι διάσπαρτες με ψηλές καστανιές. Τα επιβλητικά δέντρα προσφέρουν μια πανδαισία χρωμάτων κατά τη διάρκεια του χρόνου και ρίχνουν τελείως τα φύλλα τους τον χειμώνα.
Σαν να ήταν κατοικήσιμος αναλημματικός τοίχος, το κτίριο ενσωματώνει τα κύρια συστατικά στοιχεία του τοπίου. Τρία μεγάλα ανοίγματα προσανατολίζονται προς τις τρεις κορυφές: το κτίριο γίνεται τοπίο και μετατρέπεται σε τόπο περισυλλογής, όπου ο ήλιος μεσολαβεί ανάμεσα σε κάθε χώρο και την αντίστοιχη κορυφή του. Κατ’ αυτήν την έννοια, με το ηλιοβασίλεμα, ο κάθε χώρος γίνεται μοναδικός, οποιαδήποτε μέρα του χρόνου.
Μέσα από αυτό το τοπίο που βρίσκεται σε διαρκή μετασχηματισμό, οι αρχιτέκτονες θέλησαν να κατασκευάσουν ένα κτίριο με διπλή υπόσταση: τη διπλή υπόσταση του «μέσα» με το «έξω». Με την πρώτη προσέγγιση, το κτίριο σχεδόν δεν αποκαλύπτει ότι έχει ανοίγματα και μοιάζει με μονολιθική μάζα από γρανίτη. Προχωρώντας όμως, ο τοίχος ανοίγει και διασπάται ώστε να ανοίξει θέες και να επιτρέψει στο φως να εισέλθει στο εσωτερικό, με τρόπο ελεγχόμενο και μετρημένο.
Το κτίριο εγγράφει στο σώμα του τον χρόνο και μέσα από την υλικότητά του – μπετόν και πέτρα. Πράγματι, η αντιπαραβολή αυτών των στοιχείων αρθρώνει μια αφήγηση για τον τόπο, όπως επίσης για τον χρόνο και για τις τεχνικές δυνατότητες. Το μπετόν χρησιμοποιείται με τον πιο ειλικρινή τρόπο, σχηματίζοντας δοκάρια και υποστυλώματα. Η πέτρα χρησιμοποιείται ως γέμισμα στα κενά του σκελετού. Στο εσωτερικό, ο εμφανής σοβάς ενσωματώνει και κρύβει τον τεχνικό εξοπλισμό.
Η αρχιτεκτονική εντάσσει το κτίριο σε σημείο διάλυσης, μέσα σε μία πέτρινη μάζα, ενώ αφήνει ανέγγιχτη την κυρίως κατοικία, “u casone”. Το έργο θέλει να εγγραφεί μέσα στον χρόνο, αναπτύσσοντας έναν ευαίσθητο διάλογο ανάμεσα στην παράδοση, το τοπίο και την αρχιτεκτονική.