Χτισμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1930, το κτίριο αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα Αθηναϊκού Art Deco. Οι συμμετρικές αναλογίες των ανοιγμάτων που τονίζουν τον κατακόρυφο άξονα συνδυαστικά με την έμφαση στη λεπτομέρεια (πλούσια διακοσμημένες εξώθυρες, μεγαλοπρεπείς είσοδοι, περίτεχνα κιγκλιδώματα) συμβάλλουν καθοριστικά στην διάχυτη μνημειακότητα του κτιρίου. Οι καθαροί γεωμετρικοί όγκοι που εμφανίζονται ως προεξοχές στις δύο από τις τρεις ελεύθερες όψεις του, τα λεγόμενα έρκερ, ο γωνιακός εξώστης που τα συνδέει μορφολογικά καθώς και η πέργκολα στο δώμα αποτελούν, επίσης, στοιχεία αρκετά διαδεδομένα εκείνη την περίοδο.
Ζητούμενο του αρχιτεκτονικού σχεδιασμού αποτέλεσε η αποκατάσταση του διατηρητέου αυτού κτιρίου καθώς και η ανακαίνιση των εσωτερικών του χώρων. Για τον λόγο αυτό, η επιλογή των χρωματισμών εξωτερικά ακολουθούν την Art Deco παλέτα, με αποχρώσεις του πράσινου, οι οποίοι έρχονται σκόπιμα σε αντιπαράθεση με τις βαθυκόκκινες εξώθυρες και τα σκούρα γκρι παντζούρια. Προκειμένου, μάλιστα, για τη διατήρηση των ιστορικών όψεων του κτιρίου, τα παλιά ξύλινα κουφώματα αντικαταστάθηκαν με πανομοιότυπα, κατασκευασμένα από αλουμίνιο, οι εξώθυρες αντιγράφηκαν επακριβώς και επανατοποθετήθηκαν ενώ τα κιγκλιδώματα με τα περίτεχνα μοτίβα αποκαταστάθηκαν.
Το κτίριο σχεδιάστηκε ώστε να φιλοξενεί δύο κατοικίες. Η πρώτη διαμορφώνεται στο επίπεδο του υπερυψωμένου ισογείου ενώ η δεύτερη στον πρώτο όροφο και στο δώμα, το οποίο οδηγεί σε μια ευρύχωρη ταράτσα με πέργκολα και θέα σε όλη την πόλη. Το ημιυπόγειο λειτουργεί ως αποθηκευτικός χώρος και χώρος στάθμευσης. Η εσωτερική μελέτη επικεντρώθηκε, κυρίως, στην κατοικία του πρώτου ορόφου που επεκτείνεται και στο δώμα, η οποία φιλοξενεί μια σύγχρονη τετραμελή οικογένεια.
Βασικός στόχος του σχεδιασμού ήταν η δημιουργία άνετων και ζεστών χώρων μέσα στους οποίους να διαφαίνεται τόσο η ιστορικότητα του κτιρίου αλλά ταυτόχρονα να ικανοποιούνται και οι σύγχρονες ανάγκες των ιδιοκτητών. Μάλιστα, η έντονη δημιουργική ατμόσφαιρα της περιοχής σε συνδυασμό με το Art Deco ύφος του κτιρίου, αποτέλεσαν σημαντική πηγή έμπνευσης.
Προκειμένου να ευθυγραμμιστεί και με τις επιθυμίες των ιδιοκτητών, η εσωτερική διάταξη των διαδοχικών δωματίων διατηρήθηκε ενώ η μοναδική παρέμβαση που πραγματοποιήθηκε ήταν η αφαίρεση του τοίχου μεταξύ κουζίνας και τραπεζαρίας ώστε να δημιουργηθεί ένας ενιαίος φωτεινός χώρος καθημερινής εστίασης. Το απαλό πράσινο των ντουλαπιών της κουζίνας μαζί με τον ολόλευκο μαρμάρινο πάγκο συνομιλούν με το ασπρόμαυρο μοτίβο λουλουδιών των πλακιδίων του δαπέδου, ενώ στον χώρο της τραπεζαρίας επικρατεί το ξύλο με έντονη την παρουσία φυτικού διάκοσμου.
Οι εσωτερικοί χρωματισμοί και τα έπιπλα που χρησιμοποιήθηκαν σε όλους τους χώρους της κατοικίας ακολουθούν το Art Deco ύφος σε αποχρώσεις του πράσινου και του μπλε με λεπτομέρειες μπρούτζου και ξύλου. Ο περίτεχνος γύψινος διάκοσμος της οροφής διατηρήθηκε ενώ η επιλογή μοντέρνων φωτιστικών αποσκοπεί στη δημιουργία μιας πιο αφαιρετικής αισθητικής.
Πλακάκια με γεωμετρικά σχέδια, μωσαϊκό και μάρμαρο χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς σε τοίχους και δάπεδα, ως μια μοντέρνα εκδοχή των αρχικών υλικών που είχαν αντίστοιχα χρησιμοποιηθεί στο κτίριο πριν από σχεδόν ενενήντα χρόνια. Τα προϋπάρχοντα ξύλινα πατώματα στους κύριους χώρους του πρώτου ορόφου αποκαταστάθηκαν, ενώ στο δώμα επιλέχθηκε εσωτερικά δάπεδο τσιμεντοκονίας και εξωτερικά δάπεδο από μάρμαρο Διονύσου.
Εν τέλει η ευελιξία του νέου στυλ και η ιδιότητα του να προσφέρει ταυτόχρονα μια «σπιτική» και οικεία αίσθηση έχουν ως σκοπό να επαναπροσδιορίσουν με σεβασμό τον σύγχρονο Αθηναϊκό εκλεκτισμό.