Με την ολοκλήρωση της φετινής χρονιάς, η συντακτική ομάδα του έντυπου ek magazine ξεχώρισε δέκα αρχιτεκτονικά έργα που δημοσιεύθηκαν στα τεύχη 284-292, τα οποία παρουσιάζονται και ψηφιακά. Οι θεματικές τους συμβαδίζουν με την οργάνωση της έντυπης ύλης κατά τη διάρκεια του έτους, καλύπτοντας κατοικίες, κτίρια ειδικών χρήσεων, interiors και ξενοδοχεία.
Κατοικίες
Η αρχιτεκτονική μελέτη αφορά την ανακαίνιση διατηρητέας κατοικίας του 1904 και την κατασκευή μιας σύγχρονης προσθήκης. Κύριο μέλημα του σχεδιασμού ήταν η επαναφορά της κατοικίας στην αρχική της μορφή, με το εσωτερικό των χώρων να παραμένει σχετικά αδιαίρετο και την ημιυπαίθρια ζώνη να καθίσταται κεντρικός πυρήνας της σύνθεσης.
Η κατοικία ακολουθούσε τη συμβατική τυπολογία της εποχής της, όπου η οργάνωση συγκροτείται γύρω από τρεις κυρίως άξονες: Έναν πρώτο χώρο, ο οποίος συναντάται κατά την είσοδο, έναν κεντρικό -αναφερόμενο και ως «ηλιακό»- ο οποίος διαθέτει νότιο προσανατολισμό και θεωρείται εξωτερικός και μια δίχωρη αίθουσα αριστερά του, η οποία χωρίζεται στη μέση με χαρακτηριστική καμάρα. Δεξιά του ηλιακού παρατίθεται ένας επιπλέον χώρος παρόμιου μεγέθους. Χαρακτηριστικό της συγκεκριμένης τυπολογίας είναι η συνεχόμενη αλληλουχία χώρων ως ο μόνος τρόπος κίνησης εντός της κατοικίας, καθώς και η απουσία προκαθορισμένων χρήσεων, με το κάθε δωμάτιο να φιλοξενεί πολλαπλά γεγονότα.
Το έργο, που βρίσκεται στις πευκόφυτες και ήσυχες γειτονιές της Ρέας στη βορινή πλευρά της Πεντέλης, με φόντο το δασώδες τοπίο, επιδιώκει να ανταποκριθεί στον σύγχρονο τρόπο ζωής, αποπνέοντας ταυτόχρονα το αίσθημα προστασίας και οικειότητας ενός αρχέγονου καταφυγίου, που συνδιαλέγεται με το μυστικιστικό τοπίο του βουνού.
Έμπνευση για τη συνθετική διαδικασία στάθηκε ένα χωρικό αρχέτυπο: Το μορφικό αποτύπωμα του καταφυγίου, ανέκαθεν συνδεδεμένο με το «κατοικείν», αποδεικνύεται διαχρονικά πως επηρεάζει τη χωρική προτίμηση του ανθρώπου, αποκαλύπτοντας τις «κληρονομικές» προδιαθέσεις του. Η κατοικία στον Διόνυσο προτείνει, υπό όρους σύγχρονης αρχιτεκτονικής γραφής, μια συμβολική και χωρική μεταγραφή του ιδιαίτερου αυτού αρχετύπου -μια πρόθεση που αποβλέπει στην ενθύμηση και εντέλει στην επιστροφή στο αυθεντικό, το πρωτογενές, το διαρκές.
Η οικοδόμηση της υπόσκαφης κατοικίας, η οποία βρίσκεται φωλιασμένη μέσα στο τραχύ τοπίο της Σαντορίνης, παρουσίαζε μεγάλες προκλήσεις. Το έργο ξεπέρασε τις αντιξοότηες, αποκαλύπτοντας ένα αρχιτεκτονικό και κατασκευαστικό επίτευγμα. Η ουσία του έργου βρίσκεται στην υλικότητα του κτιριακού πυρήνα, όπου το οπλισμένο σκυρόδεμα σχηματίζει ένα στιβαρό κέλυφος. Ευφυώς κατασκευασμένοι, δύο τοίχοι αντιστήριξης αντέχουν το βάρος 600 κυβικών μέτρων γεμίσματος, ενώ ένας τρίτος, τοξωτός, που εκτείνεται 6,5m στο εσωτερικό, χρησιμεύει ως ραχοκοκαλιά, χωρίζοντας τον χώρο σε διακριτά τμήματα, με έναν μοναδικό τμηματικό θόλο να ενώνει τις οροφές.
Η πρόσοψη σχεδιάζεται με τρεις ημιυπαίθριους χώρους, οι οποίοι καθορίζουν τον χαρακτήρα του εξωτερικού. Ο ένας, με επίπεδη, μοντέρνα στέγη, καταλήγει στην πισίνα. Ο δεύτερος, θολωτός, ακολουθεί τον τοπικό χαρακτήρα σηματοδοτώντας την κεντρική είσοδο, ενώ ο τρίτος γεννιέται ως μορφολογικό στοιχείο σύγχρονης αρχιτεκτονικής, μέσω του πειραματισμού: Ένα ασυνήθιστο είδος οξυκόρυφου θόλου που συναντιέται στη Σαντορίνη με το όνομα «διπλοκούμπασος» τέμνεται κάθετα με έναν ημικυκλικό, δημιουργώντας ένα νέο αρχιτεκτονικό στοιχείο.
Η κατοικία επιφάνειας 150m2, βρίσκεται στον Χολαργό, ένα ήσυχο Αθηναϊκό προάστιο που καθορίζεται από διαφορετικές τυπολογίες δόμησης και ποικίλα ύψη κτιρίων. Το έργο απορρίπτει τον θεσμό της αντιπαροχής και διατηρεί τις αρχικές διαστάσεις του κτίσματος -το οποίο χρονολογείται από το 1960- δίνοντας αξία στο πράσινο που το περιβάλλει.
Στόχος του σχεδιασμού είναι η επαναχρησιμοποίηση του δομικού σκελετού ώστε να διαμορφωθεί μια κατοικία με χαμηλό ύψος και κήπο εντός ενός πυκνού αστικού περιβάλλοντος. Κατά την κατασκευή, ο φέρων οργανισμός και τα θεμέλια διατηρούνται, ενώ το κεντρικό μέρος της πλάκας αφαιρείται και σχηματίζεται χώρος διπλού ύψους. Στο υφιστάμενο κτίριο προστίθεται ένας επιπλέον όροφος ο οποίος πλαισιώνεται από ενισχυμένο μεταλλικό σκελετό και αντιλυγισμικούς συνδέσμους δυσκαμψίας για την αντιμετώπιση της υψηλής σεισμικής δραστηριότητας στην περιοχή.
Hotels
Το νέο ξενοδοχείο δημιουργήθηκε με την ανακατασκευή και επανάχρηση του κτιρίου της παλιάς ποτοποιίας Μεταξά στο λιμάνι του Πειραιά. Το έργο φιλοξενεί 101 δωμάτια, το bar-εστιατόριο Amber Cellar και rooftop bar στο δώμα του 8ου ορόφου, ενώ στο σύνολό του διανθίζεται με επιλεγμένα έργα τέχνης από τη σύγχρονη ελληνική εικαστική σκηνή, τονίζοντας έτσι τον δυναμικό, αστικό του χαρακτήρα.
Ο σχεδιασμός του νέου κελύφους αποσκοπεί στην αισθητική και λειτουργική αναβάθμιση του υφιστάμενου κτιρίου, ενώ αφορμή για τη διαμόρφωση των τριγωνικών προεξοχών της μπροστινής όψης αποτέλεσε η αναζήτηση της βέλτιστης δυνατής θέας των δωματίων προς το λιμάνι και τη θάλασσα. Η μελέτης της χωρικής οργάνωσης του παλιού αποστακτηρίου της ποτοποιίας Μεταξά ήταν ο βασικός άξονας σχεδιασμού του ισογείου, στο οποίο φιλοξενούνται ο χώρος υποδοχής, το εστιατόριο και οι απαιτούμενοι βοηθητικοί χώροι για τη λειτουργία του ξενοδοχείου. Η κυκλοφορία του επισκέπτη στους κοινόχρηστους χώρους χαρακτηρίζεται από τα διαδοχικά περάσματα κάτω από τις λεπτομερώς σχεδιασμένες ξύλινες καμάρες, οι οποίες οριοθετούν τις ξεχωριστές χρήσεις και την ίδια στιγμή ενοποιούν αισθητικά τον χώρο.
Χτισμένο στην πλαγιά του λόφου πάνω από την παραλία Βουρνή, το ξενοδοχείο είναι μια αρχιτεκτονική παρέμβαση βαθιά ριζωμένη στο τοπικό περιβάλλον, που αναδύεται φυσικά από τη γη και αναπτύσσει έναν διαρκή διάλογο μαζί της. Ο σχεδιασμός σέβεται και ενισχύει τη μοναδική ομορφιά του νησιού, δημιουργώντας μια απρόσκοπτη συνέχεια ανάμεσα στο δομημένο και το φυσικό περιβάλλον.
Η μορφολογία του κτιρίου αντανακλά την αρμονία του αρχαιοελληνικού κλασικισμού και τη στιβαρότητα της βυζαντινής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Η απλότητα και η λιτότητα των όγκων, εμπνευσμένη από την παράδοση των Κυκλάδων, σε συνδυασμό με τη χρήση τοπικών υλικών και μορφολογιών, διασφαλίζει ότι το resort ενσωματώνεται αρμονικά στο φυσικό και χτισμένο περιβάλλον του.
Interiors
Το εστιατόριο, που βρίσκεται στην καρδιά της Κηφισιάς, αποτελεί πρότυπο διακριτικής πολυτέλειας και γαστρονομικής υπεροχής, με τον σχεδιασμό του να χαρακτηρίζεται από τη μινιμαλιστική προσέγγιση και τις αρχές της ιαπωνικής αισθητικής.
Η κάτοψη διακρίνεται σε δύο οριζόντια παρατεταγμένες ζώνες -στεγασμένη και υπαίθρια- οι οποίες τοποθετούνται σε επίπεδα με μικρή υψομετρική διαφορά. Η πρόσβαση στην εξωτερική ζώνη πραγματοποιείται είτε από την κεντρική είσοδο με έναν υπαίθριο διάδρομο στα δεξιά της, είτε μέσα από το εσωτερικό του εστιατορίου. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη αυλή, χαρακτηριστικό της οποίας είναι ένα μεταλλικό κέλυφος φτιαγμένο σαν πλέγμα σχήματος Π, το οποίο σε συνδυασμό με τη φύτευση δημιουργεί μια «κορνίζα» για το πέτρινο bar που δεσπόζει στο βάθος του χώρου. Τραπεζοκαθίσματα σε σκούρα απόχρωση και ένα φωτισμένο δέντρο συμπληρώνουν το ατμοσφαιρικό σκηνικό που δημιουργούν τα μεταλλικά και πέτρινα στοιχεία.
Ο χώρος βιώνεται κατά την κίνηση του επισκέπτη ως διαδρομή με φυτεύσεις, βράχους και εναλλαγές της αντίληψης μέσα από ένα σύστημα πολλαπλών πολυαισθητηριακών εμπειριών, με τη γέφυρα του ενδιάμεσου επιπέδου να αιωρείται ανάμεσα σε δύο καμπύλες επιφάνειες από μεταλλικά στοιχεία, πάνω στα οποία γίνεται η ανάρτηση των εκθεμάτων.
Special-Use Buildings
Το συγκρότημα των κτιρίων που αποτελούν το νέο Δημαρχείο της Λευκωσίας τοποθετείται ανάμεσα στα αρχαία κατάλοιπα που μαρτυρούν την ιστορία της διαιρεμένης πρωτεύουσας. Ως λαμπερό “μαγικό φανάρι” τη νύχτα, το έργο γίνεται το επίκεντρο μιας συνολικής αστικής αναγέννησης της παλιάς πόλης, σε μια συμβολική τοποθεσία δίπλα στην περιφραγμένη πράσινη γραμμή που διασχίζει το νησί.
Ο σχεδιασμός συγκεντρώνει στο ίδιο σημείο όλες τις δημοτικές υπηρεσίες, οι οποίες προηγουμένως ήταν διάσπαρτες. Τα γραφεία της Διοίκησης, του Ληξιαρχείου και της Πολεοδομίας συνδυάζονται με χώρους που εμπλουτίζουν το κτιριολογικό πρόγραμμα -έναν διάδρομο με πανοραμική θέα, ένα πολυχρηστικό δώμα-αίθριο ανοιχτό στον ουρανό, σκιασμένους εξωτερικούς χώρους και μια αίθουσα πολλαπλών χρήσεων για εκδηλώσεις εκτός ωραρίου. Στόχος ήταν η ένταξη του συγκροτήματος σε έναν δημοκρατικό δημόσιο χώρο, διαπερατό από τους πεζούς ώστε να ενισχύονται οι ανταλλαγές -κυριολεκτικά και μεταφορικά. Παράλληλα, αναπτύχθηκε μια στρατηγική παθητικού σχεδιασμού για την παροχή πρακτικών λύσεων βιωσιμότητας, συμβατών με το κλίμα της νότιας Μεσογείου, μέσα σε ένα μοναδικό ιστορικό κέντρο εντός των τειχών.
Το Εθνικό Αστεροσκοπείο Κύπρου σχεδιάστηκε για να δημιουργήσει έναν πόλο έλξης και έναν νέο προορισμό για τους φίλους των άστρων από όλο τον κόσμο, με την αρχιτεκτονική του να χαρακτηρίζεται από την ιδιαίτερη συνύπαρξη του κτιριακού όγκου με τον ουρανό. Το κτίριο είναι χαμηλής συντήρησης και μεγάλης διάρκειας, ελπίζοντας πως μελλοντικά θα μιλά για το πνεύμα της εξερεύνησης και την επιθυμία του σημερινού μας πολιτισμού να κατανοήσει το σύμπαν και την ύπαρξή μας σε αυτόν τον πλανήτη.
Το πρώτο ειδικά σχεδιασμένο αστεροσκοπείο της Κύπρου θα είναι ανοιχτό στο κοινό και ταυτόχρονα θα χρησιμοποιείται ως κέντρο επιστημονικής έρευνας. Καθώς βρίσκεται σε μια απόμακρη περιοχή της υπαίθρου, μια από τις επιθυμίες για το έργο ήταν να δημιουργηθεί ένα αρχιτεκτονικό τοπόσημο με θετικό αντίκτυπο στη γύρω περιοχή, το οποίο να είναι ταυτοχρόνως ένας προορισμός παγκόσμιας κλίμακας που να εμπνέει τις επόμενες γενιές εξερευνητών. Έτσι, η αρχιτεκτονική σχεδιάστηκε με ισχυρή ταυτότητα η οποία κινεί το ενδιαφέρον για το κτίριο από μακριά, με την ανθρώπινη εμπειρία να γίνεται συναρπαστική.