Στο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό για το νέο συγκρότημα της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου, συνολικής επιφάνειας περίπου 22.000 m2, στην πανεπιστημιούπολη της Αθαλάσσας στη Λευκωσία επελέγησαν να συμμετάσχουν 27 αρχιτεκτονικά γραφεία και κοινοπραξίες γραφείων, προερχόμενα από Κύπρο, Ελλάδα, Μ. Βρετανία, Ολλανδία, Ιταλία, Ισπανία κ.α. Κατετέθησαν τελικώς προς κρίση 18 μελέτες και απονεμήθηκαν 3 βραβεία και 2 έπαινοι.Το πρώτο βραβείο απενεμήθη σε κοινοπραξία αποτελούμενη από τρία γραφεία: (ι) Χρύσανθος Η. Χρυσάνθου και συνεργάτες αρχιτέκτονες και αρχιτέκτονες τοπίου. (ιι) Ηρακλής Παπαχρίστου αρχιτέκτονες, (ιιι). Μ. Κωτσιόπουλος και συνεργάτες αρχιτέκτονες. Το δεύτερο βραβείο απενεμήθη στον Ignacio Garai Zabala IDOM (Ισπανία), το τρίτο βραβείο στους Αλέξανδρο Γαβριηλίδη (Κύπρος) Μελετητική, Α. Τομπάζης (Ελλάς), ενώ οι δύο έπαινοι στους Betaplan – Ξενόπουλο / Χατζηνικολάου (Ελλάς, Κύπρος) και Κωνσταντίνο Μαραθεύτη (Κύπρος).
Η πρόταση του 1ου βραβείου Το κτιριακό συγκρότημα προβλέπεται να περιέχει τρεις ευδιάκριτες ακαδημαϊκές μονάδες (Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών και Μηχανικών Περιβάλλοντος, Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Κατασκευαστικής Τεχνολογίας και Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών), την κεντρική διοίκηση της Σχολής και κοινόχρηστες λειτουργίες και οργανώνεται σε ένα ενιαίο σύστημα πτερύγων, με προσανατολισμό των κυρίων χώρων στο νότο και το βορρά και με 6 κύριες στάθμες στις οποίες εντάσσονται, από το χαμηλότερο προς το ψηλότερο, τα ερευνητικά εργαστήρια, η πλειονότητα των χώρων των μεταπτυχιακών φοιτητών, οι χώροι διδασκαλίας και οι χώροι υποδοχής και διοίκησης των Τμημάτων. Οι χώροι των γραφείων τοποθετούνται πάνω από το ενιαίο επίπεδο της ημιυπαίθριας κίνησης των πεζών και παράγουν τρεις αναγνωρίσιμους όγκους, “σήματα κατατεθέντα” του κάθε Τμήματος. Ουσιώδες συστατικό της πρότασης είναι η ζώνη του κεντρικού δημόσιου χώρου, που στεγάζει τις κυριότερες δημόσιες χρήσεις και τους χώρους της κεντρικής διοίκησης της Σχολής. Η γεωμετρία της κεντρικής ζώνης, με τις αναδιπλώσεις και τα κενά του παραγόμενου χώρου και με τη διείσδυση του πρασίνου, επιτρέπει την επικοινωνία μεταξύ των ορόφων και καθιστά το δημόσιο αυτό χώρο, μια πλατφόρμα ανθρωπίνων επαφών και ανταλλαγής πληροφορίας. Βασικό χαρακτηριστικό του κεντρικού δημόσιου χώρου είναι ότι περικλείεται από ένα στοιχείο, που μοιάζει με ενιαία “επιδερμίδα” και αποτελείται από μεγάλες περσίδες πλάτους 2 m, οι οποίες είναι μεν παράλληλες δεν έχουν όμως την ίδια κλίση. Το στοιχείο αυτό ελέγχει το μικροκλίμα της περιοχής με φυσικό τρόπο και – παράλληλα με τη βιοκλιματική του αξία και τη συμβολή του στην παραγωγή ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών διατάξεων – συνιστά από μόνο του μια ολοκληρωμένη χωρική εμπειρία για τον περιπατητή, που διασχίζει την κεντρική ζώνη του συγκροτήματος. Πρόθεση των μελετητών ήταν να αναδείξουν το διπλό χαρακτήρα του πανεπιστημίου: την αυστηρότητα στην οργάνωση και ταξινόμηση της γνώσης και την ελευθερία στην ανταλλαγή των ιδεών και στις ανθρώπινες σχέσεις