Στην περιοχή Fitzrovia του Λονδίνου, στο σημείο όπου η Riding House Street ανοίγεται προς την Wells Street, βρίσκεται το Interlock: Ένα νέο κτίριο μικτών χρήσεων από τους αρχιτέκτονες Bureau de Change για την εταιρεία αναπτύξεων HGG London, η οποία έχει ως αντικείμενο την κατασκευή της αρχιτεκτονικής καινοτομίας μέσα από σχεδιασμό.
Η Riding House Street χαρακτηρίζεται από εξαιρετική ποικιλία αρχιτεκτονικής μορφολογίας. Από την εκκλησία All Souls του John Nash στο ανατολικό της άκρο, ο δρόμος ενδιάμεσα μεταπηδά από κτίρια εν σειρά του 19ου αιώνα σε οικοδομές από μπετόν και πολυκατοικίες του 20ού. Η αποσπασματική φυσιογνωμία του δρόμου αποκτά συνοχή μόνο με τις τούβλινες επενδύσεις στα κτίρια, υλικό που βρίσκεται σε τέτοια αφθονία ώστε να χρησιμοποιείται ακόμα και για δαπεδόστρωση.
Το Interlock αφομοιώνει αυτή την ιστορία με τη διατήρηση των αναλογιών του γειτονικού κτιρίου του 19ου αιώνα και την αναμόρφωση της τούβλινης όψης του: καταλήγει να γίνεται ένα κτίριο δύσκολο να χρονολογηθεί – μοιάζει ταυτοχρόνως ιστορικό και σύγχρονο, οικείο αλλά και ξένο.
Εγκαταλείποντας τις παραδοσιακές αναλογίες των τούβλων του Λονδίνου, δημιουργήθηκε μία σειρά από 44 δομικά στοιχεία που δεν έχουν καθαρό σχήμα και μοιάζουν δύσκολο να συναρμολογηθούν.
Η συν-ιδρύτρια και Διευθύντρια των Bureau de Change, Κατερίνα Διονυσοπούλου, δήλωσε: «Μας ενδιέφερε να παραλάβουμε αυτές τις εντελώς παραδοσιακές αναλογίες και, κατά κάποιον τρόπο, να τις ανατρέψουμε – σαν παζλ που μοιάζει γνωστό και αποκαλύπτει την κρυμμένη του πολυπλοκότητα όσο περισσότερο ασχολείται κανείς μαζί του».
Τα σχέδια που φαίνονται στην όψη αντιστοιχούν, εν μέρει, στις σχέσεις ανάμεσα στα υλικά της και το υπόλοιπο κτίριο. Τα τούβλα μοιάζουν να γωνιάζουν κλιμακωτά γύρω από τα ανοίγματα, να φουσκώνουν και να κάμπτονται ανάμεσα στους ορόφους και να πλαισιώνουν σαν κορνίζες την περίμετρο του κτιρίου. Για τους περαστικούς, τα τούβλα μοιάζουν να μετασχηματίζονται σταδιακά και να γυρίζουν, όπως τα γρανάζια. Σχεδιάζοντας εξαρχής την όψη τρισδιάστατα, κάθε επιφάνεια μπορούσε να έχει αυτόνομη επεξεργασία ώστε να ανταποκρίνεται στις κατασκευαστικές απαιτήσεις, χωρίς όμως να χάνεται η ενότητα της όψης.
Σε αντίθεση με τις τούβλινες επενδύσεις στην ευρύτερη περιοχή, οι αρχιτέκτονες επέλεξαν μπλε πηλό από το Straffordshire. H πήλινη μάζα διαμοιράστηκε σε 14 χειροποίητα ατσάλινα καλούπια και ψήθηκε με οξείδωση, ώστε να αποκτήσει το μπλε ματ τελείωμά της. Μετά το ψήσιμο, τα 14 «μητρικά» τούβλα κόπηκαν για να σχηματιστούν οι 30 «γόνοι». Η κατασκευή της επιφάνειας από 5000 τούβλα, συνολικά, διήρκεσε τρεις μήνες. Η κατασκευαστική εταιρεία χρησιμοποίησε περιγράμματα τρισδιάστατης εκτύπωσης σε κλίμακα 1:1 για να προσδιορίσει τον αριθμό, την τυπολογία και την ακριβή θέση κάθε τούβλου. Όταν συναρμολογήθηκαν στην οικοδομή, τα 188 αυτά περιγράμματα έδιναν την εντύπωση ενός κατασκευαστικού «χειρογράφου», όπου το κάθε τούβλο ήταν και μια διαφορετική σημείωση που ερχόταν να προστεθεί.
Ο συν-ιδρυτής και Διευθυντής των bureau de Change, Βασίλης Μαυρόπουλος, εξηγεί: «Εργαστήκαμε πάνω σε συνεχείς μετατροπές με την ομάδα της Forterra – προσαρμόζοντας και αναθεωρώντας κάθε φορά τα τούβλα σε τρεις διαστάσεις. Κινούμασταν διαρκώς στο όριο του τι ήταν τεχνικά εφικτό, όμως μέσα από αυτή τη διαδικασία βρεθήκαμε στο σημείο όπου η πρόταση ήταν και υλοποιήσιμη, και διατηρούσε τον πλούτο και την κινητικότητα που προσπαθούσαμε να πετύχουμε».
Πίσω από την όψη βρίσκονται τρεις κατοικίες και στο επίπεδο του δρόμου ένα καφέ, με μια γκαλερί κάτω του. Η κανονικότητα των αναλογιών και των ανοιγμάτων της όψης, με τίποτα δεν προδίδει την πολυπλοκότητα της ογκοπλαστικής διάρθρωσης του κτιρίου.
Στο πίσω μέρος, το κτίριο αναπτύσσεται ως στοίβα κουτιών διαφορετικού σχήματος και μεγέθους. Κάθε όροφος υποχωρεί σε σχέση με τον προηγούμενο, με τη μεγαλύτερη κάλυψη στο ισόγειο και τη μικρότερη στην κορυφή. Στο εσωτερικό αυτής της κλιμακωτής διάταξης βρίσκεται μια σειρά φωταγωγών και ηλιοροφών που φέρνουν το φως της ημέρας στο κέντρο και στα άκρα του κτιρίου, δημιουργώντας εσωτερικά αίθρια στους χαμηλότερους ορόφους και φωταγωγούς στους υπόλοιπους. Στην μπροστινή πλευρά, τα δωμάτια βλέπουν προς τον πολυσύχναστο δρόμο ενώ στους ψηλότερους ορόφους αντικρίζουν τις στέγες και τους θόλους των γειτονικών κτιρίων. Στο πίσω μέρος το φως είναι περισσότερο διάχυτο, προσφέροντας ηρεμία στους ιδιωτικούς χώρους.
Στο εσωτερικό, τα διαμερίσματα ακολουθούν μια στοιχειώδη παλέτα – μπάνια από μωσαϊκό terrazzo, επιφάνειες κουζίνας από φυσική πέτρα, ντουλάπια από λακαριστό ξύλο και δρύινα δάπεδα.
Το φωτεινό καφέ του ισογείου δημιουργεί μια αντίθεση με τη βαριά και σκούρα όψη. Όλες οι επιφάνειες είναι βαμμένες λευκές, τα βαριά κατακόρυφα καϊτια της τζαμαρίας χωρίζονται στη μέση και αποσπώνται από τα κουφώματά τους, δημιουργώντας κορδέλες που καμπυλώνονται και τυλίγονται γύρω από την οροφή, σαν να ήταν γύψινες διακοσμήσεις. Η μονοχρωματική παλέτα σπάει μόνο με δρύινα τεμάχια που πλαισιώνουν τα δάπεδα και τους πάγκους του μπαρ. Το επίπεδο κάτω από το καφέ έχει σχεδιαστεί εξαρχής ως γκαλερί που φιλοξενεί εκθέσεις, εργαστήρια και ομιλίες.
Το έργο αποτελεί κοινό όραμα ανάμεσα στην εταιρεία αναπτύξεων και τους αρχιτέκτονες, για μια επαναπροσέγγιση της αρχιτεκτονικής του Λονδίνου με τρόπο που να φέρνει κάτι νέο στο αστικό μέτωπο.