Πώς μπορούν χρήστες και τοπίο να συνυπάρξουν σε τέτοια αρμονική ισορροπία, έτσι ώστε να δημιουργήσουν ένα οικείο επίπεδο διαβίωσης τέτοιο ώστε το κτίριο να μοιάζει σα να μην υπάρχει και να είναι αόρατο; Η πρόταση, που κατατέθηκε σε αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, διατύπωσε αυτή την εννοιολογική ερώτηση λαμβάνοντας υπ’ όψιν της την εξέχουσα τοποθεσία του οικοπέδου για το Κτίριο Τεχνών εντός του campus του Κολλεγίου Αθηνών.
Χωροθετημένο μερικά βήματα μακριά από την κύρια πύλη της οδού Στεφάνου Δέλτα, η βόρεια πλευρά του κτιρίου πρόκειται να αποτελέσει την πρώτη εντύπωση του επισκέπτη που εισέρχεται στο Κολλέγιο και την τελευταία ανάμνηση των μαθητών μετά την αποφοίτηση τους, με κυρίαρχη θέση στην κολλεγιακή καθημερινή ζωή και εμπειρία. Ενταγμένο ανάμεσα στις εκπαιδευτικές και τις αθλητικές εγκαταστάσεις του campus, και παράλληλα τοποθετημένο στο όριο των γηπέδων και το άλσους του, το έργο αναπτύσσεται έχοντας μια διάσπαρτη κτιριακή ογκοπλασία που θα ενθαρρύνει τις ροές των μαθητών, και θα τους επιτρέψει να βιώσουν ισάξια κτίριο και περιβάλλοντα χώρο μέσω μια ιεραρχημένης κυκλοφορίας.
Ως εκ τούτου, η μελέτη προτείνει τον διαχωρισμό του ζητούμενου κτιριολογικού προγράμματος σε δύο μεγάλες κατηγορίες: α) τις εκπαιδευτικές χρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των εργαστηρίων τεχνών, της βιβλιοθήκης, των τάξεων και των χώρων προσωπικού, και β) τις εκθεσιακές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένων του εκθεσιακού χώρου, των εγκαταστάσεων υγιεινής, της εισόδου, των αποθηκών και του αμφιθεάτρου. Προκειμένου να βελτιωθεί η περιβαλλοντική απόδοση του κτιρίου, μειώνεται η επιφάνεια του κτιριακού κελύφους και οργανώνεται το εκπαιδευτικό πρόγραμμα επάνω από το έδαφος, και το εκθεσιακό πρόγραμμα στο υπόγειο. Ο διαμοιρασμός αυτός επιτρέπει τον ξεκάθαρο διαχωρισμό μεταξύ των ροών των μαθητών (προς τις τάξεις και τα εργαστήρια) και των ροών των επισκεπτών (προς τον εκθεσιακό χώρο), ενώ την ίδια στιγμή η εσωτερική κτηριακή επικοινωνία επιτυγχάνει τη σύνδεση την εκπαίδευσης με την τέχνη.
Με δεδομένα τα χαρακτηριστικά του οικοπέδου και προκειμένου να ενδυναμωθούν οι υπάρχουσες ροές των μαθητών που αξιοποιούν το αλσύλλιο εντός και παρακείμενα του οικοπέδου, καθώς και τη σύνδεση του κτιρίου και τα γήπεδα, προτείνεται η διάσπαση του εκπαιδευτικού προγράμματος του Κτιρίου Τεχνών σε πέντε διακριτούς όγκους. Ο ενδιάμεσος υπαίθριος χώρος της προτεινόμενης ογκοπλασίας ενισχύει την υπάρχουσα κυκλοφορία του campus, ενώ προσφέρει ανεξάρτητη πρόσβαση στις τάξεις, τα εργαστήρια, τη βιβλιοθήκη και τα γραφεία του προσωπικού. Πέντε πυρήνες συνδέουν την εκπαιδευτική Ανωδομή με τη ζώνη του υπογείου. Σε αυτό το Μεγάλο Υπόγειο σχεδιάστηκε ο εκθεσιακός χώρος και οι υποστηρικτικές χρήσεις του. Οι μαθητές κινούμενοι από την εκπαιδευτική Ανωδομή προς το Μεγάλο Υπόγειο συναντούν μια πολυλειτουργική Αίθουσα πριν κινηθούν προς τον εκθεσιακό χώρο διπλού ύψους. Τρία πράσινα αίθρια προσφέρουν οπτική πρόσβαση άνωθεν, φυσικό φωτισμό και αερισμό, και επαφή με τη βλάστηση. Η Αίθουσα αυτή εισάγεται στην πρόταση ως συλλογικός χώρος ανοικτού εργαστηρίου, όπου ιδέες και ομαδικό πνεύμα θα επωάζονται. Η Αίθουσα του Μεγάλου Υπογείου γίνεται μια από τις πιο δραστήριες, ανοικτές και ζωντανές περιοχές του Κτιρίου Τεχνών: μια ζώνη όπου οι μαθητές θα παρουσιάζουν τη δουλειά τους και θα προετοιμάζουν τις ετήσιες εκθέσεις τους, οι γονείς θα θαυμάζουν τα παιδιά τους, και οι επισκέπτες θα συμμετέχουν σε ανοικτά σεμινάρια. Ένα κρυφό υπόγειο σύμπαν όπου η φύση εκλεπτυσμένα εισέρχεται στην παιδαγωγική, η εκπαίδευση και η επιστήμη συναπαντούν την τέχνη, και ποικίλες διαφορετικές εκφράσεις συναντώνται ελεύθερα.
Παρακείμενα της Αίθουσας και σε άμεση σύνδεση με αυτή βρίσκεται ο Εκθεσιακός Χώρος. Δύο μεγάλες σκάλες βυθίζουν τον χρήστη προς αυτόν από την κεντρική πλατεία εισόδου. Αξιοποιείται η περιοχή σχήματος Γ μεταξύ των δύο κλιμακοστασίων τοποθετώντας ένα εξωτερικό αμφιθέατρο και χώρο συγκεντρώσεων. Προς τιμήν του δωρητή αφιερώνονται τέσσερις ευρύχωρες περιοχές του χώρου υποδοχής του κτιρίου για να εκτεθεί μια επιλογή των έργων τέχνης της συλλογής του κάτω από τους φεγγίτες της οροφής.
Η πρόταση για το Κτίριο Τεχνών, με τη διάσπαρτη ογκοπλασία της, τούβλινη όψη και τη σύνδεση με το τοπίο μελετά προσεκτικά το οικόπεδο επέμβασης, το campus, το ζητούμενο κτιριολογικό πρόγραμμα, τη συλλογή τέχνης του δωρητή, τον προϋπολογισμό και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα του έργου. Βελτιώνει την κοινωνική και εκπαιδευτική διάδραση μέσα και έξω από το καινούργιο κτίριο και ενσωματώνει την καινούργια αυτή τυπολογία στην εκπαιδευτική εμπειρία και ζωή του Κολλεγίου.