Το ρεπορτάζ της Χαράς Τζαναβάρα, που γράφτηκε για το ek magazine, είναι η πρώτη εκτεταμένη παρουσίαση του κτιρίου του νέου Μουσείου της Ακρόπολης, που έγινε μόλις είχε ολοκληρωθεί η κατασκευή του, το 2007. Αναδημοσιεύεται από το αρχείο μας, με πρωτότυπο φωτογραφικό υλικό του Νίκου Δανιηλίδη και του Παναγιώτη Βουμβάκη, οι οποίοι αποτυπώνουν το κτίριο και τον περιβάλλοντα χώρο του πριν ολοκληρωθεί η τοποθέτηση των εκθεμάτων.
Και μόνον η αίθουσα του Παρθενώνα αρκεί για να κατατάξει το νέο Μουσείο της Ακρόπολης ανάμεσα στα ξεχωριστά κτίρια του πλανήτη μας. Την ίδια στιγμή τα πολύτιμα εκθέματα, με κορυφαία την πομπή των Παναθηναίων, που μετακόμισε μετά από σχεδόν 2.500 χρόνια από τον φυσικό τους χώρο, αδικούν κατά κάποιον τρόπο την αρχιτεκτονική δημιουργία, αφού από μόνη της συνιστά ένα τεχνικό και καλλιτεχνικό επίτευγμα.
Αυτό το «πάντρεμα» της αρχαιότητας με την τεχνολογική εξέλιξη ήταν από την αρχή το μεγάλο ζητούμενο, που σύμφωνα με την επιτροπή του διεθνούς διαγωνισμού κατάφερε με τη μεγαλύτερη μαεστρία το αρχιτεκτονικό δίδυμο των Τσουμί και Φωτιάδη, που ξεχώρισαν ανάμεσα σε 14 ομάδες που είχαν υποβάλει τις προτάσεις τους.
Εν αρχήν η …η θέση του κτιρίου, που βρίσκεται μόλις 300 μέτρα από τον ιερό βράχο, κυριολεκτικώς στη σκιά της Ακρόπολης. Το δεύτερο στοιχείο ήταν τα πολύτιμα εκθέματα, που με το ειδικό βάρος τους έδειχναν από την αρχή ότι θα εξαφάνιζαν τον τρίτο παράγοντα, το κτίριο. Αυτό το δεδομένο επισημάνθηκε από τους δύο αρχιτέκτονες, οι οποίο ακριβώς γι’ αυτό επέλεξαν να σχεδιάσουν ένα «μη κτίριο». Πολύτιμα εργαλεία τους ήταν τα δομικά υλικά, κυρίως το γυαλί, που μεταπλάστηκαν σε μια σύνθεση που δεν επιβάλλεται και δεν προκαλεί, παρά τον αδιαμφισβήτητο όγκο της.
«Μ΄ όλους τους ασυνήθιστους περιορισμούς που επιβάλει η θέση του μουσείου, το έργο προκύπτει αβίαστα και χωρίς επιτηδευμένο σχεδιασμό: η βάση-πιλοτή πάνω από αρχαία κατάλοιπα, το μεσαίο τμήμα με τις κύριες αίθουσες έκθεσης και η κορύφωση του κτιρίου με τη γυάλινη επίστεψη με τα γλυπτά του Παρθενώνα. Στόχος αυτής της ενορχηστρωμένης απλότητας είναι να επικεντρωθούν τα συναισθήματα και ο νους του θεατή στα εκπληκτικά έργα τέχνης», σημειώνει ο Μπερνάρ Τσουμί, δίνοντας με αυτές τις λίγες γραμμές την πεμπτουσία της κατασκευής.
Η τελική επιφάνεια του κτιρίου καλύπτει 20.000 τετραγωνικά, αρκετά λιγότερα σε σχέση με τους αρχικούς σχεδιασμούς και ξεδιπλώνεται σε τρία επίπεδα, καθένα από τα οποία έχει το δικό του χαρακτήρα. Αυτή η τριχοτόμηση των ενοτήτων, εκτός του ότι υπηρετεί υποδειγματικά τη λειτουργικότητα των χώρων, εξασφαλίζει την καλύτερη ένταξη του κτιρίου στο περιβάλλον, αξιοποιώντας στο έπακρο και τις κλίσεις του φυσικού εδάφους.
Η κεντρική είσοδος είναι από τον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, με μια σκάλα πλάτους 24 μέτρων που οδηγεί σχεδόν κατευθείαν στα πολύτιμα εκθέματα. Καλύπτεται από ένα γεωμετρικό στέγαστρο, που είναι προσβάσιμο από το εσωτερικό του κτιρίου. Μπορεί να λειτουργήσει ως καφέ και γωνιά υπαίθριων εκθέσεων, αφού έχουν προβλεφθεί κινητά χωρίσματα. Ο επισκέπτης εντυπωσιάζεται από έναν διαφανή διάδρομο, που λειτουργεί ως οδηγός αλλά και ως μέσο για την ανάδειξη των θησαυρών του νέου μουσείου. Εξίσου ενδιαφέρουσα όμως είναι η «πίσω πόρτα», προς την πλευρά της Ροβέρτου Γκάλι, όπου βρίσκεται ο υπόγειος χώρος των ανασκαφών. Η εικόνα είναι επιβλητική και επιλέξαμε να ξεκινήσουμε από τα «υπόγεια» τη νοερή μας ξενάγηση στο νέο μουσείο.
Στην πραγματικότητα τα υπόγεια είναι τέσσερα. Η κατεδάφιση των κτιρίων που απαλλοτριώθηκαν έφεραν στο φως σημαντικές αρχαιότητες, με αποτέλεσμα να χρειαστεί να προσαρμοστούν οι αρχικοί σχεδιασμοί με βάση τα νέα δεδομένα. Ιδιαίτερα χρονοβόρα ήταν η διαδικασία θεμελίωσης, αφού χρειάστηκε να τοποθετηθούν εφέδρανα, πάνω στα οποία στηρίχθηκαν 94 κυλινδρικές κολώνες, που δημιουργούν την αίσθηση στον ανυποψίαστο επισκέπτη ότι το μουσείο αιωρείται. Η λύση αυτή λειτουργεί ως προστατευτικό κέλυφος για τις αρχαιότητες και παράλληλα όμως εξασφαλίζει την αντοχή του κτιρίου σε ενδεχόμενο σεισμό έντασης 10 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Είναι από τις υψηλότερες προδιαγραφές που έχουν επιστρατευθεί για τεχνικό έργο στη χώρα μας και οι δοκιμές χρειάστηκε να γίνουν σε εξειδικευμένο εργαστήριο στο Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας. Οι μελετητές επέλεξαν το γυαλί για το κοινόχρηστο δάπεδο ώστε να αναδειχθούν με τον πιο αποδοτικό τρόπο τα πολύτιμα ευρήματα των ανασκαφών. Πρόκειται για δείγματα τριών διαφορετικών περιόδων της αρχαίας Αθήνας και αυτό το γεγονός υπογραμμίζεται με διαφοροποιήσεις των τεχνικών μέσων, όπως ο διαφορετικός φωτισμός.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα που έδωσαν οι αρχιτέκτονες στο μουσείο είναι ο ορθογώνιος πυρήνας από μπετόν, που διαπερνά το κτίριο από τη βάση του ως την κορυφή και λειτουργεί ως σηκός για την υποδοχή της ζωφόρου του Παρθενώνα. Οι μελετητές επέμειναν να έχει τις ίδιες διαστάσεις, αλλά και τον ίδιο προσανατολισμό με τον σηκό του αρχαίου ναού, παρόλο που η επιλογή αυτή δημιουργεί μια απόκλιση σε σχέση με τον προσανατολισμό του υπόλοιπου κτιρίου. Η κατασκευή αυτή λειτουργεί και ως υποδοχέας για το φυσικό φως, που φθάνει ως τα έγκατα του κτιρίου.
Το μεσαίο επίπεδο είναι ο κυρίως χώρος υποδοχής του επισκέπτη, που καταλαμβάνει περίπου 4.000 τετραγωνικά. Για όσους θα επιλέξουν τη βόρεια είσοδο, από την πλευρά του Παρθενώνα, θα υπάρχουν όλες οι εξυπηρετήσεις ενός σύγχρονου μουσείου. Έχουν προβλεφθεί γωνιές για τα πωλητήρια, το αναψυκτήριο με θέα προς την αρχαιολογική ανασκαφή, καθώς και ένα αμφιθέατρο που μπορεί να φιλοξενήσει έως και 200 άτομα. Δίπλα έχει κατασκευαστεί η γωνιά περιοδικών εκθέσεων, καθώς και ένας χώρος έκπληξη. Πρόκειται για την αίθουσα εικονικής πραγματικότητας, όπου θα προβάλλονται φιλμ για την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, τα Προπύλαια, το ναό της Νίκης, καθώς και για όλες τις αναστηλωτικές εργασίες που έχουν πραγματοποιηθεί. Θα δίνεται επίσης μια γεύση από το αρχείο μελετών της υπηρεσίας συντήρησης μνημείων Ακρόπολης, ενώ θα υπάρχουν στοιχεία από τη φωτοθήκη και τη σχεδιοθήκη της αρχαιολογικής υπηρεσίας. Στο Virtual Theater τα υλικά θα έχουν τρισδιάστατη εικόνα και θα δίνουν ακριβή στοιχεία για όλα τα σημαντικά μνημεία της αρχαιότητας. Το αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον σε αυτή τη ζώνη εστιάζεται στα πλευρικά πετάσματα, ενώ ένα περιμετρικό κάθισμα επιτρέπει στους επισκέπτες να απολαμβάνουν τα εκθέματα και από απόσταση. Κυριαρχούν επίσης οι μεταλλικές κυλιόμενες σκάλες και τα ασανσέρ.
Το πιο ενδιαφέρον τμήμα του μουσείου είναι αναμφισβήτητα η επιβλητική αίθουσα του Παρθενώνα, που καταλαμβάνει έκταση 3.200 τετραγωνικών. Η διατάσεις του χώρου, 21 επί 80 μέτρα, αλλά και το ύψος του, ακολουθούν την γεωμετρία του Παρθενώνα. Το ύψος της είναι τέτοιο που ξεπερνά το γειτονικό διατηρητέο κτίριο Βάϊλερ. Χάρη στους γυάλινους περιμετρικούς τοίχους το φυσικό φως φθάνει παντού και δίνει την αίσθηση ότι τα πολύτιμα εκθέματα εξακολουθούν να βρίσκονται στον φυσικό τους χώρο. Η επιλογή της θέσης για τα γλυπτά της ζωφόρου έγινε με τέτοιον τρόπο ώστε οι επισκέπτες να έχουν την αίσθηση ότι παρακολουθούν τα μνημεία σαν να βρίσκονται στην αρχική τους θέση, στην Ακρόπολη.
Ένα επίπεδο πιο κάτω διαμορφώνεται άλλη μία ξεχωριστή αίθουσα, που φιλοξενεί τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου, που συμπληρώνουν με τον καλύτερο τρόπο αυτό τον νοερό περίπατο στην αρχαιότητα.
Στην ταράτσα έχει προβλεφθεί χώρος περίπου 400 τετραγωνικών, όπου θα λειτουργήσει καφέ με μοναδική θέα προς τον ιερό βράχο. Αλλά και ο περιβάλλων χώρος προβλέπεται να αποτελέσει όαση πρασίνου για το ιστορικό κέντρο. Η έκταση που έχει απαλλοτριωθεί φθάνει τα 7.000 τετραγωνικά και έχει ήδη ξεκινήσει η διαμόρφωσή του.
Αν σήμερα το νέο μουσείο της Ακρόπολης αποτελεί καμάρι για όλους τους Έλληνες, δεν πρέπει να ξεχνάμε τις περιπέτειες του όλου εγχειρήματος, που ξεκίνησε το 1974, μαζί με τη μεγάλη επιχείρηση συντήρησης των μνημείων της Ακρόπολης. Συνέπεσαν με το αδιαχώρητο στο μουσείο, ένα κτίσμα του 1865 με επιφάνεια μόλις 1.450 τετραγωνικά.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν δεν έλειψαν τα προβλήματα, που έφθασαν σχεδόν κοντά στη ματαίωση. Με καθοριστικό κριτήριο την επαφή του μουσείου με τον αρχαιολογικό χώρο, είχε επιλεγεί από τον τότε πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή το οικόπεδο Μακρυγιάννη. Οι δύο πανελλήνιοι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί (1976 και 1979) δεν κατέληξαν σε πρώτο βραβείο, ενώ είχαν ακουστεί οι πρώτες φωνές για ανεπάρκεια του προσφερόμενου χώρου.
Η υπόθεση πήρε νέα δυναμική στη δεκαετία του ΄80, με τη σφραγίδα της τότε υπουργού Πολιτισμού Μελίνας Μερκούρη, που συνέδεσε το νέο μουσείο με την επιστροφή των γλυπτών των κλεμμένων Μαρμάρων. Ο νέος αρχιτεκτονικός διαγωνισμός του 1990 προέβλεπε τρεις θέσεις: Του Μακρυγιάννη, την Κοίλη και τον χώρο στο σημερινό εστιατόριο «Διόνυσος». Νικητές αναδείχθηκαν οι Ιταλοί Νικολέτι και Πασαρέλι, αλλά το θέμα κόλλησε λόγω προσφυγής του συλλόγου αρχιτεκτόνων. Παρενέβη το ίδρυμα Μ. Μερκούρη για να ξεπεραστεί το εμπόδιο, ενώ ο όγκος του κτιρίου μειώθηκε σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις των 45.000 τετραγωνικών.
Χρειάστηκε να φθάσουμε στο 1995, με τη δημιουργία του Οργανισμού Νέου Μουσείου Ακρόπολης, για να ξεκινήσει το μουσείο με σωστές βάσεις. Το εμβαδόν του κτιριακού συγκροτήματος είναι πλέον 24.000 τετραγωνικά, που και αυτά στη συνέχεια στρογγυλεύτηκαν αφού ένα μέρος του οικοπέδου είχε ήδη παραχωρηθεί για τις ανάγκες του εντυπωσιακού σταθμού «Ακρόπολη» της γραμμής του μετρό. Στόχος ήταν να είναι έτοιμο το μουσείο την άνοιξη του 2004, όμως δεν έλειψαν και πάλι τα εμπόδια. Οι απαλλοτριώσεις προκάλεσαν δικαστικές εμπλοκές, ενώ καθυστέρηση έξι χρόνων έφεραν και οι αρχαιολογικές ανασκαφές σε σημεία που ήταν κρυμμένα κάτω από τις πολυκατοικίες της οδού Ρ. Γκάλι. Μέχρι να φθάσουμε στην εφαρμογή της μελέτης των αρχιτεκτόνων Τσουμί-Φωτιάδη, είχε μεσολαβήσει μια δύσκολη διετία (2002-4) με 35 μηνύσεις σε βάρος της Α΄ Εφορείας Ακρόπολης, αλλά και της διοίκησης του Οργανισμού, που τελικώς απαλλάχθηκαν. Μεταξύ των μηνυτών ήταν και ο Π. Τατούλης, που τον Μάρτιο του 2004 ορίστηκε υφυπουργός Πολιτισμού, γεγονός που δεν τον εμπόδισε στη συνέχεια με τη νέα του θέση να λάβει μέτρα για την προώθηση των έργων.
Όλα αυτά αποτελούν παρελθόν και την ερχόμενη άνοιξη οι επισκέπτες της Ακρόπολης θα έχουν την ευκαιρία να δουν για πρώτη φορά ευρήματα από όλες τις περιόδους του ιερού βράχου.
Bernard Tschumi , Μιχάλης Φωτιάδης